Ποιήματα για το Πολυτεχνείο

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Φωτογραφία των εκδόσεων flipress



Ποιήματα για την εξέγερση του Πολυτεχνείου - 17 Νοεμβρίου 1973


1. Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;



ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ  - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους , γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.


2. ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Το αγόρι και η πόρτα

Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.


3. Γιάννης Ρίτσος
Το σώμα και το αίμα

(Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)

ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι


4. ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Εδώ Πολυτεχνείο

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ
βοήθεια, πρόφτασε,λαέ,
βοήθεια, πρόφτασε,λαέ,
σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!
Τα νιάτα που έστησαν εδώ
του Αγώνα τραγικόν χορό
και τραγουδούν τη Λευτεριά,
σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.
Της βίας ο δούλος ο μωρός
δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,
σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,
τ' αγόρια, τα κορίτσια σου.

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
τα νιάτα σέρνουνε χορό.
Της Επιστήμης τα παιδιά
και τραγουδάν τη Λευτεριά.
Εδώ της νιότης ο άξιος νους,
που χτίζει θέατρα, ναούς,
σκεδιάζει ιδέες και μηχανές
και δένει το αύριο με το χτες,

Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
μέσα στης τέχνης το ιερό
σκοτώνει η βία τα παιδιά
που τραγουδούν τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
γίνεται ανήκουστο κακό!
Της βίας ο δούλος ο μωρός
του Χάρου μαύρος έμπορος,
σφάζει τα τέκνα του λαού.
τη νιότη, την ελπίδα του,
το άνθος του αύριο, τον καρπό
της τέχνης και της γνώσης, ω!
Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή
καλούν το Χρέος κι η Τιμή
Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά.


5. Γιώργης Σαράντης
Εδώ Πολυτεχνείο

Τρείς  νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
            λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
                                    Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι

Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη

Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.


6. ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ - ΕΛΛΗ ΚΙΟΥΣΗ

Εδώ, εδώ Πολυτεχνείο
ακούτε ελεύθερο σταθμό
εδώ είναι το σκληρό σχολείο
οι φοιτητές μαζί με το λαό.
'Αντε, βοηθάτε παλικάρια
βάλτε όλα σας τα δυνατά,
ν' αγωνιστούμε σα λιοντάρια
να θυμηθούμε πάλι τα παλιά.
Εδώ, εδώ πολυτεχνείο
ακούτε ελεύθερη φωνή
εδώ είναι το κρυφό σχολείο
για λευτεριά, ειρήνη, προκοπή
Εμπρός, εμπρός Πολυτεχνείο
εμπρός δε βγάζει τσιμουδιά
έξω το κάνανε σφαγείο
νεκροί οι φοιτητές κι η ανθρωπιά


7. Λειβαδίτης - Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα΄ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα΄ ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ΄ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!


8. Μανώλης Αναγνωστάκης

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.



 9. Λένα Παππά
      Στούς σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…




10. Νικηφόρος  Βρεττάκος

Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)

Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.

Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,

Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.




11. Τάκης Σινόπουλος
Δοκίμιο ΄73 - ΄74
                V
.........................................................................
Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου.
Τώρα  η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ’ το υπόγειο ως τον αυχένα.
Κάποιος ανεβαίνει μ΄ ένα τρανζίστορ ρυθμικός πολλαπλασιασμός των
ειδήσεων. Στη μικρή οθόνη τα πρόσωπα εναλλάσονται σταθερά δίχως
πολλούς θορύβους. Η εξουσία όπως πάντοτε φωτίζεται με τετραγωνισμένο
φως. Ιαχές. Το πλήθος.

Στο μεταξύ το πλήθος. Αόρατα μάτια με τρείς διαστάσεις ακτινογραφούν
 εισερχομένους εξερχομένους διερχομένους. Τα περίστροφα ακίνητα βαθειά
μέσα τους σαφώς οπλισμένα.

Το πλήθος φεύγει                    έφυγε. 

Κι εκεί σε βρήκαν αργότερα με μια ριπή (τρύπες 7-8) στη πλάτη σου ετών
ας πούμε 24 καμμιά ταυτότητα.

                XII

Ταξίδι στο μεγάλο διάδρομο καταργημένος χρόνος. Οχι σκοτάδι μήτε
μισοσκόταδο μήτε και φως. Ταξίδι τα χαράματα σ’ ένα γυμνό τοπίο
σκοποβολής. Η βρύση πλένει χέρια και πουκάμισο οι εφημερίδες καταπίνουν
τις φωνές.

Αστυνομίες αμίλητες μέσα σε σκοτεινές αστυνομίες. Πρωθυπουργοί με
Σκεπασμένο πρόσωπο. Απάνω οι νόμοι σε  σειρές σοφή συναρμογή και
διάταξη με τους συνήθεις αγωγούς σωλήνες σωληνώσεις πολαπλά
κυκλώματα με θύρες διαφυγής. Κυκλοφορία παράπλευρη για τους
αξιοπρεπείς φονιάδες

Κι εσείς που ωστόσο συνεχίζετε κρατώντας προστατεύοντας στα δόντια
σας την τελευταία σας λέξη.

Το λάθος των μηχανουργών.



12. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ

«Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον»


Άρχισαν να κλονίζονται τα θεμέλια.

Ένας βραχνός λοχίας μας γκρεμίζει στη Νύχτα
με σιδερένιους λοστούς. Ανοιξιάτικα όνειρα
τουφεκίζονται στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου.
Ο στρατοπεδάρχης καπνίζει νευρικά το τσιμπούκι του
καθαρίζει την υγρασία στα τζάμια
και μετράει τους σκοτωμένους απ' το παράθυρο.
Ύστερα σηκώνεται πλένει τα χέρια του
ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη
λέει ένα σκληρό «αυτός είμαι»
και ξαπλώνει στο κρεβάτι να κοιμηθεί.
Μα πριν αδειάσει το γυάλινο μάτι του στο ποτήρι
σηκώνει με αργές κινήσεις το τηλέφωνο
και καλεί το Επιτελείο: «Στρατηγέ μου,
η εκστρατεία εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας
Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον
Καληνύχτα σας».


13. ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ


«Εδώ Πολυτεχνείο»

Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!

Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.

Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...


14. ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ
Το ερπετό που ξυπνάει

17 Νοέμβρη 1989

Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.
Τι αμό­λυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα πού· θαύμα δεν έγινε.

Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ' τη θλίψη και
ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.

Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα· του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,
εξαρ­γύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.


Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.


          15. Λευτέρης Πούλιος
            Αθήνα

Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα
πανάρχαια γόησσα Αθήνα
γυαλίζει τ’ άσπρο σου στήθος απόψε
άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις
χύνοντας κόκκινο γάλα
καθώς θ’ ακούς το τραγούδι της συνουσίας
παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών
του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου
σ’ αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών
του αμύγδαλου-κόσμου
……………………………………………………………………..
Ακου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που οτυς βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο μάτι τους  ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’ ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια τους.
                                    Κι αυτοί που
Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.

Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα πυρά
Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»


16. ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

                     Διομήδης Κομνηνός
                                            
                                                                 Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιο-
                                                                 φορέας, γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα
                                                                 της Μεγάλης Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73,
                                                                 στο Πολυτεχνείο.
                                                                                                      Οι εφημερίδες

  Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.
                                                                         Καθώς
πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες.


17. ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο εκφωνητής


Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!

Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.
Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.
19 Νοέμβρη 1973



18. ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ

Αντί στεφάνου


Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ' όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.

Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.

Θα 'ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.



19. Σπύρος Κατσίμης
Μας ξάφνιασε η νύχτα

Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
 με τα σχολικά μας βιβλία

Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.

Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.

Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.

Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.

Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;

Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.



                        20. Πάνος Κυπαρίσης
                        Οι κυνηγοί               

      Γκρεμισμένη πύλη
και οι συνδαυλιστές, στις στολές, οργιάζουν
      Έρπει το αίμα αργά
      ψιθυρίζει
η Μαρία×
Άδεια τα μάτια, γυαλιά

Βαθαίνει η νύχτα μέσα στη νύχτα
κλέβοντας κι άλλο σκοτάδι,
άσωστα νιάτα μ’ ένα φως στα μαλλιά

Νοσοκομεία ημίφωτα
διάδρομοι, διαχωριστικά×
τάξη θανάτου, πένθιμοι σταθμοί

Θριαμβεύουν οι κυνηγοί

Οι πισίνες στους ορόφους ψηλά
κι αυτοί
χορηγοί τώρα πια με μαύρα γυαλιά
νωχελικοί μες στ’ ανάκλιντρα

Λάμπουν γυάλινοι πολιτισμοί

Με τόση νύχτα πώς μπορείς;
Με τόσα κόκκαλα ανθισμένα



              21. Πρόδρομος Μάρκογλου
              Συμβάν

Το αίμα τους
Καθώς σπάζουν τα φράγματα  χύθηκε
Προορισμένο κιόλας ν’ αρδέψει τη γη
Σα ρόδι θρυμματισμένο ιρίδισε
Σκορπίζοντας απαστράπτοντα σπέρματα
Για μιαν ανθοφορία
Σε μιαν άλλη άνοιξη που θά’ ρθει-
            Να υψωθεί στον κόκκινο ουρανό
            Ο ρόδακας
            Του πιο κόκκινου ηλιοτρόπιου.

                        1974



22. Κωστούλα Μητροπούλου

1050 ΧΙΛΙΟΚΥΚΛΟΙ

"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.


23. ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
της Κωστούλας Μητροπούλου
Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες
στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει


24. ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ
Προς Αντιγόνην

1
Ο αδελφός σου κείται νεκρός, Αντιγόνη.
Χτες η ατίθαση φωνή του ξερνούσε
μίσος κι ανατρεπτικά συνθήματα,
όποιος τον άκουγε το 'χε για σίγουρο
πως η αυγή του Σαββάτου θα τον εύρισκε
πορθητή ή σκοτωμένο.

2
Τώρα πια σβήστηκαν οι εμπρηστικές
αστραπές των ματιών του.
Δε ζει ο θρασύς
που διαλογίστηκε να ρίξει τους κρατούντες
και παραβαίνοντας τους νόμους να καυχιέται
ότι είναι τέτοια πράξη ενδοξότατη.

3
Πότε σήκωσε το κεφάλι; Πώς ξέφυγε
τους φρουρούς, τους πυκνούς σωματοφύλακες,
τους σπιούνους μας; Πότε γίνηκαν τέσσερεις,
πότε γίνηκαν εκατό, πώς υποδαύλισαν
τη φωτιά που αδιόρατα φούντωσε
μέσα στην άλαλη πόλη;

4
Δεν καταλάβαμε καν τι ζητούσαν.
Αν ήθελαν για ελόγου τους την εξουσία
θα 'ταν πιο λογικό. Άρχοντες ανεβαίνουν,
άλλοι πέφτουν. Αυτοί διαλαλούσαν ότι η πόλη
δεν ανήκει σε αρχόντους, παρά στο λαό.

………………………………………………..

38
Αλίμονο στην πόλη που ανωφέλητα
φυτεύει τέκνα. Αν δείχνονταν νομοταγείς
τώρα θα ζούσαν και θα τους είχαμε
στηρίγματα μας, όχι φαντάσματα
να μας ταράζουν την ανάσα και τον ύπνο.

41
Φέτο δε θά 'ρθει η άνοιξη, δε θ' αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.

42
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.

43
Δεν ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.



25. Γιώργος Βαφόπουλος

Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα

11
Τώρα όλα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει.
Οι ξενοκίνητοι έλειψαν προδότες.
Τα παλιά ρούβλια εγίνηκαν στην πράξη
δολάρια, για τους γνήσιους πατριώτες.

Κι ας σχίζονται, μες στο Πολυτεχνείο,
οι αλήτες, δήθεν για Δημοκρατία,
ενώ συνωμοτούν στο καφενείο,
για να φέρουν μια νέα Λαοκρατία.

Της «Νέας Ελλήνων Τάξεως» παίδες ίτε,
με το στιλέτο πάντα γρηγορείτε.


33
Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα.
Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου,
που ’χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα.

Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια
και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα
εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια
«ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια.

Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία.
Το δικό σας προνόμιον η θυσία.


26. ΣΤΟ ΔΙΟΜΗΔΗ ΚΟΜΝΗΝΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ


«Μεταξύ   των   φονευθέντων,
είναι  ο Διομήδης Κομνηνός,
ετών 17, με βεβαρυμένον πα­ρελθόν».
Εφημερίδες — από επίσημη
ανακοίνωση.



Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.

Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.

Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί - παιδεία - ελευθερία.


27. ΕΝΑΣ ΖΕΣΤΟΣ ΝΟΕΒΡΗΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ


...και ξαφνικά
πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη
καλοκαιριά
στην καρδιά του χειμώνα.

Ηταν οι ανάσες των παιδιών,
κοντά - κοντά,
σαν να ’ταν μια αναπνοή
κι οι ανάσες στα παράθυρα
κοντά - κοντά,
σα να ’τανε ένα μπαλκόνι η Αθήνα,
κι οι φωτιές που καίγανε στους δρόμους τα σκουπίδια,
κοντά - κοντά,
σα να ’ταν πυρκαγιά,
κι ήταν οι σφαίρες
κι ήταν το αίμα.

Και ξαφνικά
πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη
κατακαλόκαιρο
στη μέση του χειμώνα.


28. ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ 

Σταματήσανε τα μαθήματα
να κάνουμε ανώτατες σπουδές στους δρόμους.

Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα
οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο
οι νομικοί κάνουν πρακτική εξάσκηση στο δίκιο
οι μαθηματικοί μετρούν τις δυνάμεις
οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλιοκύκλους
οι φυσικοί ελέγχουν τη σύνθεση του αίματος.

Οι ζωγράφοι,
με το καβαλέτο τους στημένο μπροστά στα τανκς
ζωγραφίζουν το θάνατο.



29. ΩΣ ΤΟ ΠΡΩΙ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

«Κρατήστε ως το πρωί!»
(Τα παιδιά περιμένουν τον ήλιο...
Ο ήλιος είναι σύμμαχός τους,
ο ήλιος είναι πάντα νέος).

«Κρατήστε ως το πρωί! Η νύχτα θα περάσει».
(Μεσάνυχτα, πια.
Πάμε, τ' ακούμε απ' το ραδιόφωνο:
1050 χιλιόκυκλοι.
Κάποιος χασμουριέται: πολύ κουραστική ημέρα).

«Κρατήστε ως το πρωί! Λίγες ώρες μένουν».
(Το πρωί έχουμε και δουλιές.
Τα ρολλά του μαγαζιού περιμένουν.
Το αμάξι θέλει μια μικρή επισκευή.
Υπάρχουν και κάτι γραμμάτια).

«Κρατήστε ως το πρωί! Το πρωί όλα θ' αλλάξουν!»
(Ξεστρώσαμε τα κρεβάτια.
Είναι αλήθεια, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
Η ντροπή κυκλοφορεί στα δωμάτια
με γατίσια βήματα.
Μερικές καμπάνες χτυπάνε ακόμη.
Το μαγνητόφωνο στο μπαλκόνι φωνάζει:
παιδιά σηκωθείτε!
Ένας κύριος με τις πιτζάμες
που είχε πέσει νωρίς και δεν κατάλαβε τι έγινε
διαμαρτύρεται:
«Σωπάστε, πια! Θα φωνάξω το Εκατό!»).

«Κρατήστε ως το πρωί! Η ώρα είναι δύο».
(Τα σεντόνια είναι κρύα και μαύρα.
Όχι, κόκκινα είναι τα σεντόνια
και παγωμένα).

«Κρατήστε ως το πρωί. Κουράγιο, ως το πρωί!»
(Εκείνοι δίνουν κουράγιο σε μας.
Τα σεντόνια είναι, βέβαια, κρύα,
μα είναι πιο σίγουρα απ’ τα πεζοδρόμια.
Μια καμπάνα απόμεινε να χτυπάει.
«Έλα, τώρα, πάμε σπίτι, μου υποσχέθηκες
πως θα κατέβουμε μόνο μέχρι την Ιουλιανού»).

«Κρατήστε ως το πρωί. Ως το πρωί, Ελληνες, ως το πρωί!»
(Τί ώρα ξημερώνει;
Μια σφαίρα έσπασε το τζάμι.
Η τελευταία καμπάνα σταμάτησε.
«Κλείσε το παράθυρο, κάνει κρύο...»
Θέλει να πει: πυροβολούν. Ντρέπεται.
Τα φώτα στις μαρμάρινες εισόδους των πολυκατοικιών έσβη­σαν.

«Έλα, πέσε...»
Τα καημένα τα παιδιά εκεί κάτω...
«Έλα, πέσε... θα δούμε το πρωί...»).

«Κρατήστε ως το πρωί! Όσο να βγει ο ήλιος!»

Τα παιδιά περιμένουν τον ήλιο, πιστεύουν στον ήλιο,
λατρεύουν τον ήλιο.
Ο ήλιος είναι πάντα νέος,
ο ήλιος είναι ο μεγάλος τους σύμμαχος.


30. ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Οι πολιτικοί περιμένουν εξελίξεις
οι αδιάλλακτοι περιμένουν
έστω και την επέμβαση του ΝΑΤΟ
οι ποιητές περιμένουν βραβεία
οι μαγαζάτορες περιμένουν πελάτες
οι γιωταχίδες περιμένουν το Σαββατοκύριακο.

Οι φοιτητές περιμένουν συμπαράσταση.


31. ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Και κάποιος συγγραφέας, στην τηλεόραση,
αξύριστος, μονάχα με πουκάμισο κι ανεβασμένα τα μανίκια
μιλάει ενάντια στο κατεστημένο.
Αξύριστος και μόνο με πουκάμισο—
απόδειξη πως περιφρονεί το κατεστημένο,
το μάχεται από την τηλεόραση με λόγια σκληρά.
Οι θεατές τον θαυμάζουν:
«Τι θάρρος! Ασφαλώς θα τον συλλάβουν!»
Κι ο συγγραφέας, μαχητικός,
μονάχα με πουκάμισο κι αξύριστος
«εγώ δεν μπαίνω σε κανόνες!»
χτυπάει το κατεστημένο,
και μιλάει για το έργο του, τους νέους
και ξανά για το κατεστημένο,
το κατεστημένο που χαμογελάει με ικανοποίηση
γιατί ο μαχητικός συγγραφέας
του δίνει την ευκαιρία να φανεί
καλόβολο, ανεκτικό και με κατανόηση κατεστημένο.


32. ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Ως τότε δεν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον
και μες στο σπίτι μας ακόμη.
Ως εκείνη τη μέρα του Νοέβρη,
δεν ξέραμε ποιος κάθεται στο διπλανό διαμέρισμα.
Και ξαφνικά,
συναντηθήκαμε στο ασανσέρ με τον συνταξιούχο του τρίτου,
συναντηθήκαμε στην είσοδο με τη νοικοκυρά του πρώτου,
συναντηθήκαμε στην πόρτα με έναν εργάτη,
με έναν πρώην υπουργό,
συναντηθήκαμε στο δρόμο με τους απέναντι
και κατεβήκαμε την Πατησίων.

Και ξαφνικά χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον,
κι απλώσαμε τις αντένες μας στα ίδια κύματα:
1050 χιλιόκυκλοι.


33. ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

«Αυτή τη στιγμή, Έλληνες, αυτή τη στιγμή,
στην πόρτα μας σταμάτησε ένα τανκ!
Ο λοχαγός σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε!
Αυτή τη στιγμή, Έλληνες, αυτή τη στιγμή,
Ο στρατός είναι δικός μας,
δε θα μας χτυπήσουν!
Αυτή τη στιγμή σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε
ένας λοχαγός. Δε θα μας χτυπήσουν!
Μόνο το σίδερο είναι δικό τους,
οι καρδιές είναι δικές μας. Δε θα μας χτυπήσουν.
Αυτή τη στιγμή,
αδελφώνονται στους δρόμους
πολίτες και φαντάροι,
Δε θα μας χτυπήσουν!»

...ένα άλλο χέρι σηκώθηκε
και διέταξε «πυρ!»...


34. ΜΙΚΡΗ ΟΜΑΣ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ

«Μικρή ομάς αναρχικών εξεμεταλλεύθη...»

Θα βρούνε δυο - τρεις εργάτες να πιάσουν,
πρέπει, οπωσδήποτε,
γιατί οι πολίτες θύμωσαν:
«Τα παιδιά, οι σπουδαστές μας, τα καλύτερα παιδιά μας!»
Γι' αυτό ο νόμος πήρε διαταγή
να μαζέψει κι άλλους εργάτες, πρωί - πρωί.
«Ε, συ! Ταυτότητα!»
Πρέπει ν' αλλάξει η σύνθεση των συλληφθέντων,
να υπάρχουν πολλοί οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι, άνεργοι,
να ξεχάσει ο κόσμος «τα καλύτερα παιδιά μας».
Να φοβηθεί.
Να μαζευτεί.

«Μικρή ομάς αναρχικών
αναμεμειγμένη μεταξύ των σπουδαστών...»

Άρχισε να χιονίζει.


35. ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Ένα μεγάλο κουνούπι ζουζουνίζει πάνω απ' τα κεφάλια μας:
«Η Αθήνα παρουσιάζει όψιν θλιβεράν...»

Κόβει βόλτες πάνω απ' τις ταράτσες,
πάνω απ’ τα αναποδογυρισμένα λεωφορεία
με τις μεγάλες διαφημιστικές επιγραφές:
«ο θαυμαστός κόσμος των ζώων!»

Το μεγάλο κουνούπι
σαν να κουβαλάει όλες τις αρρώστιες του κόσμου
πότε - πότε λαμπίζει στον ήλιο.
«Η πόλις θυμίζει Δεκεμβριανά...»
Ζουζουνίζει το κουνούπι
βγαλμένο από τα μόνιμα μολυσμένα έλη
περνάει ξυστά τις ταράτσες, τις βεράντες,
φαίνεται το κεφάλι του οπερατέρ
που παίρνει υλικό για την τηλεόραση.
«Εικόνα βανδαλισμών, καταστροφή ξένης περιουσίας!»

Αυτή η φράση θα βάλει κάποια τάξη.
Περιουσία.
Ιδιοκτησία.
Το κουνούπι πηγαινοέρχεται.
Κι ο ήλιος δεν κάνει τίποτα!
Θα πεις, τι μπορεί να κάνει ο ήλιος;
(Μα θα μπορούσε να κάψει δυνατά
να πάρει φωτιά το κουνούπι να γκρεμιστεί
να μη γυρίζει πάνω απ' την αγρύπνια μας!)

«Η πόλις εισέρχεται εις την συνήθη ζωήν και κίνησιν...»
Το κουνούπι χάνεται στον ήλιο...
«Μην ξεχάσεις να φωνάξεις τον τζαμά».
«Τα αίματα βγαίνουν με νερό. Να, έτσι...»
«Καλά που είχα παρκάρει το αμάξι μου στους Αμπελοκή­πους!»

«Εις ολόκληρον την χώραν απεκατεστάθη η τάξις».


36. ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.
Τι μέρα είναι σήμερα;
Απ’ την Τετάρτη μπήκα μέσα.
Τι να σας πω;
Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στο δρόμο, στην αυλή,
στα κάγκελα δεμένα χέρια,
χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,
τι να σας πω;
Και βέβαια είχε αίμα.
Μήπως έχετε ένα τσιγάρο;
Τ' αφήσαμε ΕΚΕΙ τα τσιγάρα,
πολλά τσιγάρα
κι ένα ταψί με κριθαράκι που μας έφερε η γριά.
Μήπως έχετε ένα ηρεμιστικό;
Ή, καλύτερα, ένα τσιγάρο.
Μα, ναι... Ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
κι άσε τους έξω...
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
απ' την Τετάρτη... ή την Τρίτη;
Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου...
Τι σας έλεγα; Για την κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.

Ναι, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Τα τανκς στεκόντουσαν στην πόρτα,
έξω απ' τα κάγκελα,
όχι, μέσα απ' τα κάγκελα,
όχι... έξω...
Μα, βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Όχι, δεν θέλω επίδεσμο, το αίμα δεν είναι από μένα..,
Δύο φαντάροι μ' έκρυψαν σ' ένα σκουπιδοτενεκέ
Χέρια δεμένα στις ερπύστριες,
μάτια, μαλλιά,
τα μάτια στα κάγκελα,
ανάμεσα στα κάγκελα...
Μόνο να ξημερώσει, λέγαμε...

Και βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Πώς να τα πω με τη σειρά;
Πέρασαν κι άλλοι από δω;
Κάτι κορίτσια, κάτι αγόρια...
Και βέβαια είχαμε νεκρούς.
Τι θα πει «πόσους;»
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου,
δε θέλω επίδεσμο...
Με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω,
η μάνα μου θ' ανησυχεί.
Τι να σας πω;
Δεν ξέρω...

Μα ναι...
ήμουνα ΕΚΕΙ...


37. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Ο κύριος Π.Β.Ε., ετών 50, έμπορος,
δι' απάτην κατά συρροήν και εμπρησμόν,
κατεδικάσθη εις τριών ετών φυλάκισιν.
Ο Λ.Ι., ετών 15, μαθητής,
διότι έγραφε συνθήματα στους τοίχους,
κατεδικάσθη εις είκοσι ετών φυλάκισιν.

Η κυρία Κ.Μ., ετών 48, επιχειρηματίας,
δια μαστροπείαν και έκδοσιν ανηλίκων κορασίδων,
κατεδικάσθη εις τριών ετών φυλάκισιν,
λόγω του προτέρου εντίμου βίου.
Η Ι.Λ., ετών 19, σπουδάστρια,
δια συμμετοχήν εις ταραχάς κατά του καθεστώτος,
κατεδικάσθη εις 25 ετών φυλάκισιν.

Ο κύριος Κ.Μ., ετών 50, τέως υπουργός,
δια δωροληψίαν κατ' επανάληψιν,
κατεδικάσθη εις πέντε ετών φυλάκισιν
(ο νόμος δεν προβλέπει μεγαλυτέρας ποινάς).
Ο Α.Ρ., ετών 22, εργάτης,
δια διανομήν προκηρύξεων, κατεδικάσθη εις ισόβια.

...Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε
να γίνουν υπουργοί και μαστροποί οι νέοι μας
να γλιτώνουν με μικρότερες ποινές.


38. ΑΠΟΣΤΟΛΗ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Πρώτα - πρώτα, πλύσου καλά,
να φύγουν τα αίματα,
να μην τρομάξουν όταν σε δουν.
Χτύπα την πόρτα και πες...
Μα πλύνε, πρώτα, τα αίματα.
Είσαι και κίτρινος,
προσπάθησε να συνέλθεις.
Μην έχεις αυτό το ύφος.
Χτύπα την πόρτα και πες...
Μα ρώτησε πιο πριν τη γειτονιά.
Μου φαίνεται πως ήταν άρρωστη η μητέρα της.
Ρώτα τη γειτονιά αν μπορεί ν' αντέξει την είδηση.
Πλύσου, όμως, πρώτα, καλά,
ξυρίσου και κυρίως μην κλάψεις.
Αν δεν μπορείς, να πάει κανένας άλλος.

Βρες έναν τρόπο να το πεις:
Η Άννα, πες...
Βρες έναν τρόπο...
Μα πλύνε πρώτα τα αίματα, ξυρίσου κι άλλαξε κοστούμι.
Και προπαντός μην κλαις.
Που είναι κόκκινα τα μάτια σου
πες: «φταίνε τα δακρυγόνα»
εξάλλου, ολωνών τα μάτια είναι κόκκινα.
Πες, στην αρχή, πως είναι μόνο ένα τραύμα...
Καθάρισε, όμως, πρώτα τα αίματα, ξυρίσου κι άλλαξε κοστούμι.
Και προπαντός μην κλάψεις.

Αν δεν μπορείς, να πάει κανένας άλλος.


39. ΟΡΟΣΗΜΑ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ

Σταματήσαμε την πορεία
να θάψουμε ένα νεκρό.

Βάλαμε κι ένα σταυρό.

Ύστερα κι άλλον.
Και πιο πέρα.
Και παρακάτω.
Κι άλλο σταυρό.

Έτσι, μας είπαν,
θα βρούνε το δρόμο
εκείνοι που έρχονται.



40. Νίκος Σαραντάκος (Άχθος Αρούρης)
ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Φουκαραδάκι ο δύστυχος, είχε τελειώσει
νυχτερινό γυμνάσιο. Για σπουδές
ελπίδα δεν τ' απόμενε ούτε τόση
Δε βάφονται τ' αυγά με τις πορδές!

Δούλευε εφαρμοστής. Δουλειά του πάγκου,
θέλει σίγουρο χέρι και μυαλό ξουράφι.
Κι ήταν ο πιο ξυπνός στου Μαστροβάγγου
—Δω μέσα ρε παιδιά, πηγαίνω στράφι!

— Ε! όχι δα ρε Μπάμπη, εδώ μαστόροι
πολύ παλιοί σου βγάζουν το καπέλο.
Τι παραπάνω θά 'θελες αγόρι;
— Θά 'θελα να σπουδάσω, μα όσο κι αν θέλω...

Πολυτεχνείο το λεν, δεν είν' αστεία,
αν βρίσκονταν παράδες κι αν... και αν...
για φροντιστήρια, δίδακτρα, βιβλία...
(κι ας λεν πως είναι η παιδεία «Δωρεάν»)

Εν τέλει τα κατάφερε και μπήκε
μέσ' στη σχολή που επόθει, μιαν εσπέρα
στα τέλη τον Νοέμβρη. Και μια σφαίρα
στα φλογισμένα στήθη τον ευρήκε.


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)