Ο μικρός στρατηγός - Στρατής Χαβιαράς

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

« Άκου...»
Άκουσα το σφύριγμα, γύρισα κι είδα το μαύρο καπνό της μηχανής να  τινάζεται με βία πάνω από τα σπιτάκια και τα γυμνά δέντρα.
«Το τρένο».
Ο φρουρός του σταθμού χαμήλωσε τη σημαία κι έσπρω­ξε ·το πλήθος πίσω απ' τις γραμμές.
«Γιατί πηγαίνει τόσο αργά;»
«Έχει κλούβα».
Βασίλευε ο ήλιος, χρώμα πορτοκαλί, που κάπως ζέ­σταινε την ερημιά του τοπίου. Ένα γεράκι έφερε κύκλο και ζύγιασε τα φτερά του. Έπειτα τέντωσε το λαιμό του προς τα κάτω, μένοντας ακίνητο στον αέρα, ανιχνεύο­ντας* το έδαφος, και το έδαφος ψήλωνε σταθερά ώσπου το γεράκι πάτησε κάτω. Όταν φάνηκε το τρένο, τα βουνά απομακρύνθηκαν σε μια μενεξεδένια πάχνη.
«Η κλούβα, η κλούβα».
Από τότε που οι αντάρτες πιάσανε ν' ανατινάζουνε εχθρικούς συρμούς* ανεφοδιασμών, ο εχθρός επινόησε την προσθήκη ενός βαγονιού μ' αιχμαλώτους. Το βαγόνι αυτό ήταν κλουβί με σιδερένια κάγκελα, σαν κι εκείνα που έχουνε στα τσίρκα για τ' άγρια θηρία. Μα οι αιχμάλωτοι δεν είχανε προορισμό στο ταξίδι τους. Η κλούβα προπο­ρευόταν σαν τμήμα του τρένου, δοκιμάζοντας τις γραμμές κι ανοίγοντας το δρόμο για το υπόλοιπο τρένο. Κι οι αιχ­μάλωτοι το ξέρανε καλά πως η μόνη ευκαιρία ν' αποσπα­στούν από το τρένο θα τους δινότανε μόνο αν η κλούβα πέρναγε· πάνω στις νάρκες που είχαν θάψει κάτω απ' τις γραμμές οι αντάρτες.
«Η κλούβα».
Το τρένο μπήκε στο μικρό σταθμό κι οι στρατιώτες άρ­χισαν να ξεφορτώνουν πυρομαχικά κι άλλα εφόδια. Μα­ζευτήκαμε γύρω απ' την κλούβα κοιτάζοντας τους κρα­τούμενους, μήπως και βρίσκαμε κανένα συγγενή ή και γνωστό ανάμεσα τους. Οι κρατούμενοι, κάπου πενήντα ή εξήντα τον αριθμό — οι πιο πολλοί τους γέροι και μικρά παιδιά — ψάχνανε με τα μάτια ανάμεσα σ' εμάς που είμα­στε απ' έξω. Ήταν χλωμοί, εξαντλημένοι από τ' ατέ­λειωτο ταξίδι. Ποιος ξέρει πόσες μέρες τους χτύπαγε ο ήλιος, η βροχή, ο άνεμος κι έπειτα ο ήλιος ξανά. Τα μαλλιά, το δέρμα και τα ρούχα τους ήταν αγνώριστα απ' τη σκόνη και την καπνιά. Πήρε λιγότερα από δυο λεπτά να κοιταχτούμε όλοι ο ένας με τον άλλο, μα ακόμα ελπί­ζαμε. Ακόμα μια φορά. Μήπως και ξέχασα κανέναν; Μή­πως κάποιος δεν πρόλαβε να με δει; Όμως, έτσι που κοι­ταζόμαστε, όλο και πιο γνώριμοι φαινόμαστε ο ένας στον άλλο. Μερικοί αρχίσανε να κλείνουνε τα μάτια, άλλοι γυρίζανε το πρόσωπο από την άλλη μεριά κι άλλοι δίναν τα χέρια, πιέζοντας τα πρόσωπα ανάμεσα στα κάγκελα για ένα φιλί, και μετά κλείνανε τα μάτια και γυρίζανε το πρόσωπο απ' την άλλη μεριά.
Το τρένο σφύριξε, έτοιμο να ξεκινήσει. Ένα παιδάκι μέσα από την κλούβα μου 'δειξε το μπράτσο και την ται­νία του μ' ένα μεγάλο κίτρινο αστέρι. Φαντάστηκα ότι θα 'τανε στρατηγός στη γειτονιά του, όταν έπαιζε «πόλεμο» με τ' άλλα παιδιά — ένας γενναίος στρατηγός... Να για­τί τόνε πιάσανε. Στάθηκα προσοχή, αναγνωρίζοντας το βαθμό και τον χαιρέτισα στρατιωτικά. Έπειτα τον χαι­ρέτισαν ο Φίλιππος κι ο Φλοίσβος. Κι όπως το τρένο γλί­στρησε στις γραμμές του, ξεφυσώντας αργές, βίαιες του­λίπες ατμού και καπνού, το παιδί με το κίτρινο άστρο στην κλούβα χαμογέλασε κι ανταπόδωσε το χαιρετισμό.

Στρατής Χαβιαράς
ανιχνεύω = ψάχνω, παρακολουθώντας τα ίχνη, ερευνώ
συρμός = αμαξοστοιχία, τρένο

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)