Ποια ελληνική λέξη έχει 1.530 σύνθετα και παράγωγα;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
2


Ο Έλληνας και η Ελληνίδα θα νιώσουν υπερήφανοι που είναι συνεχιστές μιας ομηρικής γλώσσας η οποία, μέχρι σήμερα, διατηρεί ένα πλούτο παραλλαγών. Παράδειγμα; Το «λέγω» έχει 1.530 σύνθετα και παράγωγα! Ας δούμε μερικά από αυτά:

λέω <αρχ. λέγω
λεκτικός <αρχ. λεκτικός < λεκτός < λέγω
λεγάμενος μτχ. του λέγω κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος
λέγειν
λέξη < αρχ. λέξις < λέξω μέλλ. του λέγω
λεξούλα
λέξημα <λέξις
λεξικός <μτγν. λεξικός < λέξις
λεξικό <μτγν. λεξικόν (ενν. βιβλίον), ουδ. του επιθ. λεξικός
λόγος <αρχ. λόγος < λέγω
λόγια <μτγν. λόγια < λόγος
λογάκι υποκορ. του λόγος
λογύδριο <μσν. λογύδριον, υποκορ. του λόγος
λογάρι < μσν. λογάριν < αρχ. λογάριον, υποκορ. του λόγος
λογιέμαι
λογίζομαι <αρχ. λογίζομαι < λόγος
λογικεύω
λογική <αρχ. λογική, θηλ. του επιθ. λογικός
λογικισμός <λογική
λογικιστής
λογικιστικός
λογικός <αρχ. λογικός < λόγος
λογικό <αρχ. λογικόν, ουδ. του επιθ. λογικός
λογικότητα <μτγν. λογικότης < λογικός
λόγιος <αρχ. λόγιος < λόγος
λογιοσύνη <λόγιος
λογιοτατίζω <λογιότατος
λογιοτατισμός <λογιοτατίζω
λογιότατος υπερθ. βαθμός του επιθ. λόγιος
λογιότητα <μτγν. λογιότης < λόγιος
λογισμικό μτφρ. του αγγλ. software
λογισμός <αρχ. λογισμός < λογίζομαι
λογιστήριο <αρχ. λογιστήριον < λογιστής
λογιστής <αρχ. λογιστής < λογίζομαι
λογιστικός <αρχ. λογιστικός < λογιστής
λογαριάζω <μσν. λογαριάζω < λογάριον
λογαριασμός <μσν. λογαριασμός < λογαριάζω
λογάς <αρχ. λογάς < λέγω
λογής <μτγν. λογή < λογιῶν, γεν. πληθ. του λόγιον
λογείο <αρχ. λογεῖον < λογεύς
λογιάζω <λογίζομαι
ρήμα < αρχ. ῥῆμα < Fερε- (πρβλ. (Fερέω, -ῶ < *Fερέσω, μέλλ. του λέγω) με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, εἴρημαι
ρηματικός <μτγν. ῥηματικός < ῥῆμα
ρήση <αρχ. ῥῆσις < ἐρῶ
ρητό ουδ. του αρχ. επιθ. ῥητός
ρητός <αρχ. ῥητός < ἐρέω-ῶ του λέγω
ρητορεία <αρχ. ῥητορεία < ῥητορεύω
ρήτορας <αρχ. ῥήτωρ < λέγω
ρητορεύω < αρχ. ῥητορεύω < ῥήτωρ
ρητορική
ρητορικός <αρχ. ῥητορικός < ῥήτωρ
ρητορικότητα <ρητορικός
ρητορισμός <ρήτωρ
ρήτρα < αρχ. ῥῆτρα < ἐρῶ < λέγω
έπος < αρχ. ἔπος < εῖπον αόρ. β' του λέγω
επικός <μτγν. ἐπικός < ἔπος
άλογος <αρχ. ἄλογος < α- στερητ. + λόγος "ομιλία, λογική"
αλογικός <α- στερητ. + λογικός
αλογίσιος <άλογο
άλογο <μτγν. ἄλογον, ουδ. του επιθ. ἄλογος
αλογάκι υποκορ. του ουσ. άλογο
αλογατάκι υποκορ. του ουσ. άλογο
αλογινός
αλόγα <άλογο
αλογάρης
αλογάς
αλογατάρης
αλόγατο
αλόγιστος <αρχ. ἀλόγιστος < α- στερητ. + λογίζομαι
αλόγιαστος <α- στερητ. + λογιάζω < αρχ. λογίζομαι
αμφιλεγόμενος < μτχ. του ἀμφιλέγω < ἀμφί + λέγω
ανάλογος < αρχ. ἀνάλογος ἀνά + λόγος
αναλογία <αρχ. ἀναλογία < ἀνάλογος
αναλογώ <αρχ. ἀναλογῶ < ἀνάλογος
αναλόγιο < μτγν. ἀναλογεῖον < ἀνά + λόγος
αναλογικός <μτγν. ἀναλογικός < ἀνάλογος
αναλογικότητα <αναλογικός
αναλογίζομαι <αρχ. ἀνα - λογίζομαι
αναλογισμός <αναλογίζομαι
αναλογιστής
αναλογιστικός <μτγν. ἀναλογιστικός < ἀναλογίζομαι
δυσαναλογία <δυσανάλογος
δυσανάλογος <δυσ- + ανάλογος
αντιλέγω <αρχ. ἀντι - λέγω
αντιλεγόμενος
αντιλογία <αρχ. ἀντιλογία < ἀντιλέγω
αντιλογικός <αρχ. ἀντι-λογικός
αντίλογος <αρχ. ἀντί-λογος
αναντίλεκτος <μτγν. ἀναντίλεκτος < α- στερητ. + ἀντιλέγω
απολογητής <απολογούμαι
απολογητικός <αρχ. ἀπολογητικός < ἀπολογοῦμαι
απολογιά
απολογία <αρχ. ἀπολογία < ἀπολογοῦμαι
απολογιέμαι <αρχ. ἀπολογοῦμαι < ἀπόλογος < ἀπό + λέγω
απολογισμός <αρχ. ἀπολογισμός < ἀπολογίζομαι
απολογιστικός
απολογούμαι <αρχ. ἀπολογοῦμαι < ἀπόλογος < ἀπό + λέγω
απηλογιέμαι
διαλέγω <αρχ. διαλέγω < διά + λέγω
διάλεξη <αρχ. διάλεξις < διαλέγομαι
συνδιάλεξη <συνδιαλέγομαι
διαλεκτός
διαλεχτός <μσν. διαλεκτός < διαλέγω
αδιάλεχτος <α- στερητ. + διαλέγω
διάλογος <αρχ. διάλογος < διαλογίζομαι
διαλογή <αρχ. διαλογή < διαλέγω
διαλογίζομαι <αρχ. διαλογίζομαι < διά + λογίζομαι
διαλογικός <μτγν. διαλογικός < διάλογος
διαλογισμός <αρχ. διαλογισμός < διαλογίζομαι
συνδιαλέγομαι <μτγν. συνδιαλέγομαι < σύν + διαλέγομαι
διάλεκτος < αρχ. < διαλέγομαι
διαλεκτικός <αρχ. διαλεκτικός < διαλέγομαι
αποδιαλεγούδι
ξεδιαλεγούδι <ξεδιαλέγω
ξεδιαλέγω <ξε- + διαλέγω
ξεδιάλεγμα <ξεδιαλέγω
εκλέγω <αρχ. ἐκλέγω < ἐκ + λέγω
εκλεκτός <αρχ. ἐκλεκτός < ἐκλέγω
εκλέκτορας <εκλέγω
εκλεκτορικός <εκλέκτορας
εκλεκτικός <μτγν. ἐκλεκτικός < ἐκλεκτός < ἐκλέγω
εκλεκτικιστής
εκλεκτικιστικός
εκλεκτικότητα <εκλεκτικός
εκλεκτισμός <εκλέγω
εκλέξιμος <εκλέγω
εκλεξιμότητα <εκλέξιμος
εκλογέας <μτγν. ἐκλογεύς < ἐκλέγω
εκλογή <αρχ. ἐκλογή < ἐκλέγω
εκλογικός <εκλογή
εκλόγιμος <εκλογή
εκλογιμότητα <εκλόγιμος
ελλόγιμος <αρχ. ἐλλόγιμος < ἐν + λόγος + κατάλ. -ιμος
ελλογιμότητα <μτγν. ἐλλογιμότης < ἐλλόγιμος
επανεκλέγω <επί + ανά + εκλέγω
επανεκλογή <επανεκλέγω
μετεκλογικός <μετά + εκλογικός
προεκλογικός <προ + εκλογικός
επιλέγω <αρχ. ἐπι-λέγω
επιλογή <μτγν. ἐπιλογή < ἐπιλέγω
επιλεκτικός <επιλέγω
επιλεκτικότητα <επιλεκτικός
επίλεκτος <αρχ. ἐπίλεκτος < ἐπιλέγω
επιλέξιμος <επιλέγω
επιλογέας <επιλέγω
έλλογος <αρχ. ἔλλογος < ἐν + λόγος
επίλογος <αρχ. ἐπίλογος < ἐπιλέγω
επιλογικός <μτγν. ἐπιλογικός < ἐπίλογος
καταλέγω <αρχ. κατα-λέγω
κατάλογος <αρχ. κατάλογος < καταλέγω
καταλογή <μτγν. καταλογή < καταλέγω
καταλογάδην <αρχ. καταλογάδην < κατά + λόγος
καταλογικός
καταλογισμός <μτγν. καταλογισμός < καταλογίζομαι
ακαταλόγιστος <α- στερητ. + καταλογίζω
συγκαταλέγω <αρχ. συγκαταλέγω < σύν + κατά + λέγω
ξελέω <ξε- + λέω
προλέγω <αρχ. προ-λέγω
προλογίζω <μτγν. προλογίζω < πρόλογος
προλογικός <πρόλογος
πρόλογος <αρχ. πρό-λογος
απρολόγιστος <α- στερητ. + προλογίζω
παραλέω <αρχ. παραλέγω
παράλογος <αρχ. παράλογος < παρά + λόγος
παραλογή ίσως από το παρακαταλογή (απλολ.)
παραλογιάζω <παρά + λόγος
παραλόγιασμα <παραλογιάζω
παραλογίζω
παραλογισμός <αρχ. παραλογισμός < παραλογίζομαι
παραλογιστικός <αρχ. παραλογιστικός < παραλογίζομαι
συλλέγω < αρχ. < σύν + λέγω
συλλογή <αρχ. συλλογή < συλλέγω
σύλλογος <αρχ. σύλλογος < συλλέγω
συλλογέας <μτγν. συλλογεύς < συλλέγω
συλλογικότητα
συλλογικός <σύλλογος
συλλογιέμαι <αρχ. συλλογίζομαι < σύν + λογίζομαι
συλλογίζομαι <αρχ. συλλογίζομαι < σύν + λογίζομαι
συλλογισμός <αρχ. συλλογισμός < συλλογίζομαι
συλλογιστική
συλλογιστικός <αρχ. συλλογιστικός < συλλογίζομαι
συλλοϊκά
συλλέκτης <συλλέγω
συλλεκτικός <συλλέκτης
ασυλλογισιά <ασυλλόγιστος
ασυλλόγιστος <αρχ. ἀσυλλόγιστος < α- στερητ. + συλλογίζομαι
διασυλλογικός
ασύλλεκτος
περισυλλέγω <μτγν. περισυλλέγω < περί + συλλέγω
περισυλλογή <περισυλλέγω
υπόλογος <αρχ. ὑπόλογος < ὑπό + λόγος
υπολογίζω <μτγν. ὑπολογίζομαι < ὑπό + λογίζομαι
υπολογίσιμος <υπολογίζω
υπολογισμός <μτγν. ὑπολογισμός < ὑπολογίζομαι
προϋπολογισμός <προϋπολογίζω
υπολογιστής <υπολογίζω
υπολογιστικός <υπολογιστής
ανυπολόγιστος <α- στερητ. + υπολογίζω
συνυπολογίζω <συν + υπολογίζω
συνυπολόγιση
συνυπολογισμός <συνυπολογίζω
συνυπόλογος <συν + υπόλογος
αλογάριαστος <α- στερητ. + λογαριάζω
ξελογιάζω <ξε- + λογιάζω
ξελόγιασμα <ξελογιάζω
ξελογιαστής <ξελογιάζω
αξελόγιαστος <α- στερητ. + ξελογιάζω
εκλογικεύω <εκ + λογικεύω
εκλογίκευση <εκλογικεύω
μεταλογική <μετά + λογική
δυσλεξία <δυσ- + λέξις
δυσλεξικός <δυσλεξία
δυσλεκτικός <δυσλεξία
αντιλεξισμός
ανάλεκτoς
αναμφίλεκτος <μτγν. ἀναμφίλεκτος < α- στερητ. + ἀμφιλέγω
ανείπωτος < α- στερητ. + είπα, αόρ. του λέγω
επίρρημα < μτγν. ἐπίρρημα < ἐπί + ρῆμα
επιρρηματικός <μτγν. ἐπιρρηματικός < ἐπίρρημα
μεταρρηματικός
διαρρήδην < αρχ. < διαρρηθῆναι < διαλέγω
αντίρρηση < μτγν. ἀντίρρησις < ἀντί + ρῆσις
αντιρρησίας <αντίρρησις
αντιρρητικός <μτγν. ἀντιρρητικός < ἀντίρρησις
αναντίρρητος <μτγν. ἀναντίρρητος < α- στερητ. + ἀντίρρητος < ἀντιλέγω
παρρησία < αρχ. < πᾶν + ῥῆσις
πρόρρηση < αρχ. πρόρρησις < προλέγω
πρόσρηση <αρχ. πρόσρησις < προσερῶ < προσαγορεύω
άρρητος < α- στερητ. + ῥητός
απόρρητος < αρχ. ἀπόρρητος < ἀπό + ῥητός
ρητοροδιδάσκαλος
συνέπεια <μτγν. συνέπεια < συνεπής
συνεπής < αρχ. < σύν + ἔπος
ασυνέπεια <ασυνεπής
ασυνεπής <α- στερητ. + συνεπής
αρχιλογιστής <αρχι- (άρχω) + λογιστής
αγγειολόγος < αγγείον + -λόγος < λέγω
αγγειολογία <αγγλ. angiology < ελλ. αγγείο + -λογία
αγγειολογικός <αγγειολόγος
αγιολόγιο < άγιος + -λόγιον < λέγω
αερολόγος < αήρ + -λόγος < λέγω
αερολογώ <αερολόγος
αερολογία <αερολόγος
αερολογικός
αιγυπτιολόγος < Αίγυπτος + -λόγος < λέγω
αιγυπτιολογία <αιγυπτιολόγος
αιγυπτιολογικός <αιγυπτιολόγος
αιματολόγος < αίμα + -λόγος < λέγω
αιματολογία <αιματολόγος, από το αγγλ. heamatology
αιματολογικός <αιματολογία
αισθηματολογώ < αίσθημα + -λογώ < λέγω
αισθηματολογία <αίσθημα + λέγω
αισθηματολόγημα
αισθηματολογικός
αισχρολογώ < αρχ. αἰσχρολογῶ < αισχρός + -λογῶ < λέγω
αισχρολόγος <μτγν. αἰσχρολόγος < αἰσχρός + λέγω
αισχρολογία <αρχ. αἰσχρολογία < αἰσχρολογῶ
αιτιολογώ < μτγν. αἰτιολογῶ < αἰτία + -λογῶ < λέγω
αιτιολογία <μτγν. αἰτιολογία < αἰτιολογῶ
αιτιολόγηση <αιτιολογώ
αιτιολογικός <μτγν. αἰτιολογικός < αἰτιολογία
αναιτιολόγητος < μτγν. ἀναιτιολόγητος < α- στερητ. + αἰτιολογῶ
ακριβολογώ < αρχ. ἀκριβολογοῦμαι < ἀκριβής + -λογῶ < λέγω
ακριβολόγος < μτγν. ἀκριβολόγος < ἀκριβής + λέγω
ακριβολογία <αρχ. ἀκριβολογία < ἀκριβολογῶ
ανακριβολογώ <ανακριβολόγος
ανακριβολόγος <ανακριβής + λέγω
ανακριβολογία <ανακριβολόγος
ανευθυνολογώ < ανεύθυνος + -λογώ < λέγω
ανευθυνολογία <ανεύθυνος + -λογία < λέγω
ανθολογώ < αρχ. ἀνθολογῶ < ἄνθος + -λογῶ < λέγω
ανθολόγος από το μτγν. επίθ. ἀνθολόγος < ἄνθος + κατάλ. -λόγος < λέγω
ανθολογία <ανθολογώ
ανθολόγιο <μτγν. ἀνθολόγιον < ἀνθολογῶ
ανθολόγηση <ανθολογώ
αξιόλογος < αρχ. ἀξιόλογος < ἄξιος + -λόγος < λέγω
αξιολογώ <αξιόλογος
αξιολόγηση <αξιολογώ
αξιολογητής
αξιολογία <αξιόλογος
αξιολογικός <αξιολογία
αναξιολόγητος
αναξιόλογος <μτγν. ἀναξιόλογος < ἀν- στερητ. + ἀξιόλογος
αοριστολόγος < αόριστος + -λόγος < λέγω
αοριστολογώ <αοριστολόγος
αοριστολογία <αοριστολογώ
αοριστολογικός <αοριστολογία
απεραντολόγος < μτγν. ἀπεραντολόγος < ἀπέραντος + -λόγος < λέγω
απεραντολογώ <μτγν. ἀπεραντολογῶ < ἀπεραντολόγος
απεραντολογία <μτγν. ἀπεραντολογία < ἀπεραντολόγος
απλολογία < απλός + -λογία < λέγω
αρμολογώ < μτγν. ἁρμολογῶ < ἁρμός + -λογῶ < λέγω
αρμολόγημα <αρμολογώ
αρμολόγηση <αρμολογώ
αρμολογία
συναρμολογώ < μσν. συναρμολογῶ < σύν + ἁρμολογῶ
συναρμολόγημα <συναρμολογώ
συναρμολογημένος
συναρμολόγηση <συναρμολογώ
συναρμολογητής <συναρμολογώ
ασυναρμολόγητος < α- στερητ. + συναρμολογώ
αποσυναρμολογώ
αποσυναρμολογημένος
αποσυναρμολόγηση
αστειολογώ < αστειολόγος < αστείο + -λόγος < λέγω
αστειολογία <αστειολογώ
αχολογώ < αχός + -λογώ < λέγω
αχολόγημα <αχολογώ
αχολόημα <αχολογώ
αχολόι <αχός + κατάλ. -λόι < -λόγιον
βαθμολογώ < βαθμός + -λογώ < λέγω
βαθμολόγιο <βαθμός + κατάλ. -λόγιο(ν) < λέγω
βαθμολογητής <βαθμολογώ
βαθμολογία <βαθμολογώ
βαθμολογικός <βαθμολογία
αναβαθμολόγηση <αναβαθμολογώ
αναβαθμολογώ <ανά + βαθμολογώ
αβαθμολόγητος <α- στερητ. + βαθμολογώ
βαττολογώ < μτγν., πιθ. αραμ. battal "κενός, μάταιος" + -λογῶ < λέγω
βαττολόγος <βαττολογία
βαττολογία <μτγν. βαττολογία < βαττολογέω-ῶ
βλαστολογώ < μτγν. βλαστολογῶ < βλαστός + -λογῶ < λέγω
βλαστολόγημα <βλαστολογώ
αβλαστολόγητος
βοτανολόγος < βότανον + -λόγος < λέγω
βοτανολογώ <βοτανολόγος
βοτανολογία <βοτανολόγος
βοτανολόγιο
βοτανολογικός <βοτανολόγος
βραχύλογος < αρχ. βραχυλόγος < βραχύς + -λόγος < λέγω
βραχυλογώ <αρχ. βραχυλογῶ < βραχυλόγος
βραχυλογία <αρχ. βραχυλογία < βραχυλόγος < βραχύς + -λόγος
βραχυλογικός <βραχυλογία
βυζαντινολόγος < βυζαντινός + -λόγος < λέγω
βυζαντινολογία <βυζαντινολόγος
βυζαντινολογικός
βυζαντινολογώ
γενεαλογία < αρχ. < γενεαλόγος < γενεά + -λόγος < λέγω
γενεαλόγιο
γενεαλογώ <αρχ. γενεαλογῶ < γενεαλόγος
γενεαλογικός <μτγν. γενεαλογικός < γενεαλογία
αγενεαλόγητος <αρχ. ἀγενεαλόγητος < α- στερητ. + γενεαλογῶ
γενικόλογος < γενικός + -λογος < λέγω
γενικολογία <γενικολόγος
γενικολογώ <γενικολόγος
γλωσσογονία <γλώσσα + -γονία < γίγνομαι
γλωσσογονικός <γλωσσογονία
γλωσσολαλιά
γλωσσολόγος < γλώσσα + -λόγος < λέγω
γλωσσολογία <γλωσσολόγος
γλωσσολογικός <γλωσσολόγος
δασμολογώ < αρχ. δασμολογῶ < δασμολόγος < δασμός + -λόγος < λέγω
δασμολογία <μτγν. δασμολογία < δασμολόγος
δασμολόγιο <δασμός + αρχ. κατάλ. -λόγιον
δασμολογικός <δασμολογώ
αδασμολόγητος <α- στερητ. + δασμολογώ
δασολόγος < δάσος + -λόγος < λέγω
δασολογία <δασολόγος
δασολογικός <δασολόγος
δεκαρολόγος < δεκάρα + -λόγος < λέγω
δεκαρολογία <δεκαρολογώ
δεκαρολογώ <δεκαρολόγος
δευτερολογώ < μτγν. δευτερολογῶ < -λογῶ < λέγω
δευτερολογία <μτγν. δευτερολογία < δευτερολογῶ
διαλεκτολόγος < διάλεκτος + -λόγος < λέγω
διαλεκτολογία <διάλεκτος + λέγω
διαλεκτολογικός
δικαιολογώ < αρχ. δικαιολογοῦμαι < δίκαιο < δίκαιος + -λογῶ < λόγος
δικαιολόγηση <δικαιολογώ
δικαιολογητικός <δικαιολογώ
δικαιολογία <αρχ. δικαιολογία < δικαιολογοῦμαι
δοξολογώ < μτγν. ουσ. δοξολόγος < δόξα + -λόγος < λέγω
δοξολογία <μτγν. δοξολογία < δοξολόγος < δόξα + κατάλ. -λόγος < λέγω
δρομολογώ < δρόμος + -λογώ < λέγω
δρομολόγιο <δρόμος + κατάλ. -λόγιον < λέγω
δρομολόγηση <δρομολογώ
δροσολογώ < δρόσος + -λογώ < λέγω
δωσίλογος < δώσω + -λόγος < λέγω
δωσιλογισμός <δωσίλογος
εικοτολογώ < μτγν. εἰκοτολογώ < εἰκός + -λογῶ < λέγω
εικοτολογία <μτγν. εἰκοτολογῶ
εκλογοδικείο < εκλογή + δίκη
εκλογολόγος < εκλέγω + -λόγος < λέγω
εκλογολογία
εκλογολογικός
εκλογομάγειρας < εκλογή + μάγειρας
εκλογομαγειρείο <εκλογή + μαγειρείο
εκλογομαγείρεμα <εκλογή + μαγείρεμα
ελεεινολογώ < μτγν. ἐλεεινολογοῦμαι < ελεεινός + -λογῶ < λέγω
ελεεινολόγηση <ελεεινολογώ
ελεεινολογία <αρχ. ἐλεεινολογία < ἐλεεινολογῶ
εναντιολογώ < αρχ. ἐναντιολογῶ < ἐνάντιος -λογῶ < λέγω
εναντιολογία <αρχ. ἐναντιολογία < ἐναντιολογῶ
επιχειρηματολογώ < επιχείρημα + -λογῶ < λέγω
επιχειρηματολογία <επιχειρηματολογώ
επιχειρηματολογικός
αντεπιχειρηματολογώ
ετυμολογώ < μτγν. ἐτυμολογῶ < ἐτυμολόγος
ετυμολογία < μτγν. ἐτυμολογία < αρχ. ἔτυμον, ουδ. του επιθ. ἔτυμος < ἐτεός "πραγματικός" + -λογία < λέγω
ετυμολόγημα
ετυμολόγηση
ετυμολογικό
ετυμολογικός <μτγν. ἐτυμολογικός < ἐτυμολογία
παρετυμολογία <μτγν. παρετυμολογία < παρετυμολογῶ
παρετυμολογώ <μτγν. παρετυμολογῶ < παρά + ἐτυμολογῶ
ανετυμολόγητος <μτγν. ἀνετυμολόγητος < α- στερητ. + ἐτυμολογῶ
δυσετυμολόγητος
ευθυμολόγος < εύθυμος + -λόγος < λέγω
ευθυμολογώ <ευθυμολόγος
ευθυμολόγημα <ευθυμολογώ
ευθυμολογία <ευθυμολόγος
εύλογος < αρχ. εὔλογος < εὖ + λέγω
ευλογώ < αρχ. εὐλογῶ < εὔλογος
ευλογημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. ευλογώ
ευλογιά <ευλογία
ευλογία <αρχ. εὐλογία < εὐλογῶ
ευλόγηση <μσν. εὐλόγησις < εὐλογῶ
ευλογητάριο <ευλογητός
ευλογητικός <μσν. εὐλογητικός < εὐλογῶ
ευλογητός <μτγν. εὐλογητός < εὐλογῶ
ευλογοφανής < αρχ. εὐλογοφανής < εὔλογος + φαίνομαι
ευλογοφάνεια <μσν. εὐλογοφάνεια < εὐλογοφανής
βλογώ <ευλογώ
βλογημένος
βλογιά <αρχ. εὐλογία (ευφημ.)
βλογιάρης <βλογιά
βλογιοκομμένος <βλογιά (ευλογιά) + κομμένος
αβλόγητος βλ. ανευλόγητος
ευφυολόγος < ευφυής + -λόγος < λέγω
ευφυολόγημα <ευφυολογώ
ευφυολογία <ευφυολόγος
ευφυολογώ <ευφυολόγος
ηθικολόγος < ηθικός + -λόγος < λέγω
ηθικολογώ <ηθικολόγος
ηθικολογία <ηθικολόγος
ηθικολογικός <ηθικολόγος
ηθολόγος < μτγν. ἠθολόγος < ἦθος + -λόγος < λέγω
ηθολογία <μτγν. ἠθολογία < ἠθολογῶ < ἠθολόγος < ἦθος + λέγω
ηθολογικός <ηθολογία
θεολόγος < αρχ. < θεός + -λόγος < λέγω
θεολογείο
θεολογία <αρχ. θεολογία < θεολόγος
θεολογικός <αρχ. θεολογικός < θεολογία
θεολογώ <αρχ. θεολογέω-ῶ < θεολόγος
θρηνολογώ < μτγν. θρηνολογῶ < θρῆνος + -λογῶ < λέγω
θρηνολόγημα <θρηνολογώ
θρηνολογία
θρησκειολόγος < θρησκεία + -λόγος < λέγω
θρησκειολογία <θρησκεία + λέγω
θρησκειολογικός <θρησκειολογία
θριαμβολογώ < θρίαμβος + -λογῶ < λέγω
θριαμβολογία <θριαμβολογώ
ιερολογώ < μτγν. ἱερολογῶ < ἱερός + -λόγος < λέγω
ιερολογία <μτγν. ἱερολογία < ἱερολογῶ
ιερολογικός <ιερολογία
κακολόγος < αρχ. < κακός + -λόγος < λέγω
κακολογία <αρχ. κακολογία < κακολόγος
κακολογώ <αρχ. κακολογέω-ῶ < κακολόγος
καλλιλογώ < μτγν. καλλιλογῶ < καλλι- < καλός + -λογῶ < λέγω
καλλιλογία <μτγν. καλλιλογία < καλλιλογῶ
καλολογία < μτγν. καλολογία < καλολογῶ < καλός + -λογῶ < λέγω
καλολογικός <καλολογία
καλολογιάζω < καλός + λογιάζω < λογίζομαι
καρπολόγος < μτγν. καρπολόγος < καρπός -λόγος < λέγω
καρπολόγημα <καρπολογώ
καρπολογία <μσν. καρπολογία < καρπολογῶ
καρπολογώ <μτγν. καρπολογέω-ῶ < καρπολόγος < καρπός + λέγω
καυχησιολόγος < καύχησις + -λόγος < λέγω
καυχησιολογώ <καυχησιολόγος < καύχησις + -λόγος < λέγω
καυχησιολόγημα <καυχησιολογώ
καυχησιολογία <καυχησιολογώ
κενολογώ < αρχ. κενολογῶ < κενός + -λογῶ < λέγω
κενολόγος
κενολογία <μτγν. κενολογία < κενολόγος < κενός + λέγω
κινδυνολόγος < κίνδυνος + -λόγος < λέγω
κινδυνολογώ <κινδυνολόγος
κινδυνολογία <κινδυνολόγος
κινδυνολογικός <κινδυνολόγος
κοινόλεκτος < κοινο- + -λεκτώ < λέγω
κοινολεξία
κοινολεκτώ
κοινολεκτικός
κοινολογώ < αρχ. κοινολογοῦμαι < κοινός + -λογῶ < λέγω
κοινολόγηση <κοινολογώ
κοντολογίς < μτγν. κοντόλογος "ολιγόλογος" < κοντός + -λόγος < λέγω
κοπρολόγος < κόπρος + -λόγος < λέγω
κοπρολογία <κοπρολόγος
κορφολογώ < κορφή + -λογώ < λέγω
κορφολόγημα <κορφολογώ
κοστολογώ < κόστος + -λογώ < λέγω
κοστολόγιο <κόστος + λέγω
κοστολόγηση <κοστολογώ
ανακοστολόγηση
ανακοστολογώ
υπερκοστολογώ
ακοστολόγητος <α- στερητ. + κοστολογώ
κρυολογώ < κρύο + -λογώ < λέγω
κρυολόγημα <κρυολογώ
κυριολεκτώ < μτγν. κυριολεκτῶ < κυριόλεκτος < κύριο- + -λεκτῶ < λέγω
κυριολεξία <μτγν. κυριολεξία < κυριολεκτῶ
ακυρολεξία < μτγν. ἀκυρολεξία < ἄκυρος + -λεξία < λέγω
ακυρολεκτώ < άκυρος + λέγω
ακυρολογώ < άκυρος + -λογώ < λέγω
ακυρολογία <αρχ. ἀκυρολογία < ἀκυρολογῶ
λασπολόγος < λάσπη + -λόγος < λέγω
λασπολογώ <λασπολόγος
λασπολογία <λασπολόγος
λεπτολόγος < αρχ. < λεπτός + -λόγος < λέγω
λεπτολογώ <αρχ. λεπτολογῶ < λεπτολόγος
λεπτολογία <μτγν. λεπτολογία < λεπτολόγος
λημματολογώ < λήμμα + -λογώ < λέγω
λημματολόγιο <λήμμα + κατάλ. -λόγιον < λέγω
λημματολόγηση
ολιγόλογος < ολίγος + -λογος < λέγω
λιγόλογος <ολίγος + λόγος
μακρολόγος < αρχ. < μακρολόγος < μακρός + -λόγος < λέγω
μακρολογώ < αρχ. μακρολογῶ < μακρολόγος
μακρολογία <αρχ. μακρολογία < μακρολόγος
μικρολόγος < αρχ. μικρολόγος < μικρός -λόγος < λέγω
μικρολογώ <αρχ. ρ. μικρολογέομαι-οῦμαι < μικρολόγος
μικρολογία <αρχ. μικρολογία < μικρολογέομαι-οῦμαι
μισόλογο < μισός + -λογο < λέγω
μοιρολογώ < μσν. μοιρολογῶ < μοιρολόγος < μοῖραν λέγω
μοιρολογήτρα <μοιρολογώ
μοιρολογίστρα <μοιρολογώ
μοιρολόι <μσν. μοιρολόγιον < μοιρολογῶ
μονόλογος < μτγν. < μόνος + -λογος < λέγω
μονολογώ <ουσ. μονόλογος
μονολεκτικός < μόνος + λέξη
μπεκρολογώ < μπεκρής + -λογώ < λέγω
μπεκρολόγημα <μπεκρολογώ
μπεκρολόγι
μπεκρολόι <μπεκρολογώ
μυθολόγος < αρχ. < μῦθος + -λόγος < λέγω
μυθολογώ <αρχ. μυθολογέω-ῶ < μυθολόγος
μυθολογία <αρχ. μυθολογία < μυθολογέω- ῶ
μυθολόγημα <αρχ. μυθολόγημα < μυθολογῶ
μυθολογικός <αρχ. μυθολογικός < μυθολογία
μωρολόγος < αρχ. < μωρός + -λόγος < λέγω
μωρολογώ <αρχ. μωρολογέω-ῶ < μωρολόγος
μωρολόγημα <μτγν. μωρολόγημα < μωρολογῶ
μωρολογία <αρχ. μωρολογία < μωρολόγος
ναυτολόγος < μτγν. επίθ. ναυτολόγος < ναύτης + -λόγος < λέγω
ναυτολογώ <μτγν. ναυτολογέω-ῶ < ναυτολόγος
ναυτολόγιο <ναύτης + κατάλ. -λόγιον < λέγω
ναυτολογία <ναυτολογώ
ναυτολόγηση <ναυτολογώ
ναυτολογικός <μσν. ναυτολογικός < ναυτολόγος
αναυτολόγητος <α- στερητ. + ναυτολογώ
νεολογία < νέος + -λογία < λέγω
νεολογισμός <νέος + λογισμός
νηολογώ < ναυς + -λογώ < λέγω
νηολόγιο <ναυς + κατάλ. -λόγιον < λέγω
νηολόγηση <νηολογώ
ανηολόγητος <α- στερητ. + νηολογώ
νομολογία < νόμος + -λογία < λέγω
νομολογικός <νομολογία
παραδοξολόγος < μτγν. παραδοξολόγος < παράδοξος + -λόγος < λέγω
παραδοξολογώ <μτγν. παραδοξολογῶ < παραδοξολόγος
παραδοξολογία <αρχ. παραδοξολογία
παραδοξολόγημα <παραδοξολογώ
παραμυθολόγος < παραμύθι + -λόγος < λέγω
παραμυθολόγιο <παραμυθολόγος
παραμυθολογώ <παραμυθολόγος
παρελθοντολογώ < παρελθόν + -λογώ < λέγω
παρελθοντολογία <παρελθοντολογώ
παρελθοντολογικός <παρελθοντολογία
περιαυτολόγος < μτγν. περιαυτολόγος < περί + αὑτοῦ + -λόγος < λέγω
περιαυτολογώ <μτγν. περιαυτολογῶ < περιαυτολόγος
περιαυτολογία <μτγν. περιαυτολογία < περιαυτολόγος
περιττολόγος < περιττός + -λόγος < λέγω
περιττολογώ <περιττολόγος
περιττολογία <περιττολόγος
πιθανολογώ < αρχ. πιθανολογῶ + -λογῶ < λέγω
πιθανολόγημα <μτγν. πιθανολόγημα < πιθανολογῶ
πιθανολογία <αρχ. πιθανολογία < πιθανολογῶ
πληκτρολόγιο < πλήκτρον + -λόγιον < λέγω
πληκτρολογώ
πληκτρολόγηση
τηλεπληκτρολόγιο
πλιατσικολόγος < πλιάτσικο + -λόγος < λέγω
πλιατσικολογώ <πλιατσικολόγος
πλιατσικολόγημα <πλιατσικολογώ
πολιτικολόγος < πολιτικός + -λόγος < λέγω
πολιτικολογώ <πολιτικολόγος
πολιτικολογία <πολιτικολογώ
πολύλογος < αρχ. < πολύς + -λόγος < λέγω
πολυλογώ <μτγν. πολυλογῶ < πολύλογος
πολυλογία <αρχ. πολυλογία < πολυλόγος
πολυλογάς <πολύς + λόγος
προστυχόλογο < πρόστυχος + -λόγο < λέγω
προχειρολόγος < πρόχειρος -λόγος < λέγω
προχειρολογία <προχειρολογώ
προχειρολογώ <προχειρολόγος
προχειρολόγημα <προχειρολογώ
ριζολογώ < μτγν. ῥιζολογώ < ῥίζα + λογῶ < λέγω
ριζολόγημα <ριζολογώ
ρουσφετολόγος < ρουσφέτι + -λόγος < λέγω
ρουσφετολογώ <ρουσφετολόγος
ρουσφετολογία <ρουσφετολόγος
ρουσφετολογικός <ρουσφετολογία
σηματολογώ < σήμα + -λογώ < λέγω
σηματολόγηση <σηματολογώ
σηματολόγιο <σηματολογώ
σκανδαλολογώ < σκάνδαλο + -λογώ < λέγω
σκανδαλολογία <σκανδαλολογώ
σκανδαλολογικός <σκανδαλολογία
σοβαρολογώ < σοβαρός + -λογώ < λέγω
σπερμολόγος < αρχ. < σπέρμα -λόγος < λέγω
σπερμολογώ <αρχ. σπερμολογέω-ῶ< σπερμολόγος
σπερμολογία <μτγν. σπερμολογία < σπερμολόγος
σπουδαιολογώ < αρχ. σπουδαιολογῶ < σπουδαῖος + -λογῶ < λέγω
σπουδαιολογία <μτγν. σπουδαιολογία < σπουδαιολογῶ
σπουδαιολόγημα <σπουδαιολογώ
σταχυολόγος < μτγν. σταχυολόγος < στάχυς + -λόγος < λέγω
σταχυολογώ <μτγν. σταχυολογῶ < στάχυς + λέγω
σταχυολόγηση <σταχυολογώ
σταχυολόγημα <σταχυολογώ
σταχολογώ βλ. σταχυολόγημα, σταχυολογώ
σταχολόγηση
σταχολόγημα βλ. σταχυολόγημα, σταχυολογώ
στρατολογώ < μτγν. στρατολογῶ < στρατός + λογῶ < λέγω
στρατολόγηση <στρατολογώ
στρατολογία <μτγν. στρατολογία < στρατολογῶ
στρατολογικός <στρατολογώ
στρατολόγος <στρατός + λέγω
αστρατολόγητος <α- στερητ. + στρατολογώ
συνθηκολογώ < συνθήκη + -λογώ < λέγω
συνθηκολόγηση <συνθηκολογώ
συνθηματολογώ < σύνθημα + -λογώ < λέγω
συνθηματολογία <σύνθημα + λέγω
συνθηματολογικός
ταυτολόγος < μτγν. ταὐτολόγος < τά αὐτά λέγω
ταυτολογώ <μτγν. ταυτολογῶ < ταυτολόγος
ταυτολογία <μτγν. ταυτολογία < ταυτολόγος < τά αὐτά + λέγω
τερατολόγος < αρχ. < τέρας + -λόγος < λέγω
τερατολογώ <αρχ. τερατολογῶ < τερατολόγος
τερατολογία <αρχ. τερατολογία < τερατολόγος
τερατολόγημα <μτγν. τερατολόγημα < τερατολογῶ
τερατολογικός <τερατολογία
τιμοκατάλογος < τιμή + κατάλογος
τιμολογώ < τιμή + -λογώ < λέγω
τιμολόγιο <τιμή + λέγω
τιμολόγηση <τιμολογώ
τιμολογιακός <τιμολόγιο
υπερτιμολογώ
υπερτιμολόγηση <υπερτιμολογώ
ατιμολόγητος <α- στερητ. + τιμολογώ
τραβολογώ < τραβώ + -λογώ < λέγω
τραβολόγημα <τραβολογώ
τριτολογώ < τρίτος + -λογώ < λέγω
τριτολογία
τριλογία <μτγν. τριλογία < τρι- + λόγος
τροπολογώ < μτγν. τροπολογῶ < τρόπος + -λογῶ < λέγω
τροπολογία <μτγν. τροπολογία < τροπολογῶ
τροπολογικός
υμνολόγος < μτγν. ὑμνολόγος < ὕμνος + -λόγος < λέγω
υμνολογώ <μτγν. ὑμνολογῶ < ὑμνολόγος < ὕμνος + λέγω
υμνολόγιο <ύμνος + κατάλ. -λόγιον < λέγω
υμνολογία <μτγν. ὑμνολογία < ὑμνολογῶ
φαιδρολόγος < φαιδρός + -λόγος < λέγω
φαιδρολογώ <φαιδρολόγος
φαιδρολόγημα <φαιδρολογώ
φαιδρολογία <φαιδρολογώ
φαινομενολογία < φαινόμενον + -λογία < λέγω
φαινομενολογικός <φαινομενολογία
φιλόλογος < αρχ. < φίλος + λόγος < λέγω
φιλολογία <αρχ. φιλολογία < φιλόλογος
φιλολογίζω
φιλολογώ <μτγν. φιλολογῶ < φιλόλογος
φιλολογικός <μσν. φιλολογικός < φιλόλογος
φορολογώ < μτγν. φορολογῶ < φόρος + -λογῶ < λέγω
φορολογία <μτγν. φορολογία < φορολογῶ
φορολόγηση
φορολογήσιμος <φορολογώ
φορολογητέος <φορολογώ
φορολογικός <μσν. φορολογικός < φορολογία
αφορολόγητος <α- στερητ. + φορολογώ
χαζολογώ < χαζός + -λογώ < λέγω
χαζόλογο
χαζολόγημα <χαζολογώ
χαϊδολογώ < χάιδι + -λογώ < λέγω
χαϊδολόγημα <χαϊδολογώ
χαριτολόγος < χάρις + -λόγος < λέγω
χαριτολογώ <χαριτολόγος
χαριτολόγημα <χαριτολογώ
χαριτολογία <χαριτολογώ
χρησμολόγος < αρχ. < χρησμός + -λόγος < λέγω
χρησμολόγιο <μτγν. χρησμολόγιον < χρησμολόγος
χρησμολογώ <αρχ. χρησμολογῶ < χρησμολόγος
χρονολογία < μτγν. χρονολογία < χρόνος + -λογία < λέγω
χρονολογώ <χρόνος + λέγω
χρονολόγηση <χρονολογώ
χρονολογικός <χρονολογία
χυδαιολόγος < χυδαίος + -λόγος < λέγω
χυδαιολογώ <χυδαιολόγος
χυδαιολογία <μτγν. χυδαιολογία < χυδαῖος + λέγω
χυδαιολόγημα <χυδαιολογώ
ψευδολόγος < αρχ. < ψευδής + -λόγος < λέγω
ψευδολογώ <αρχ. ψευδολογῶ < ψευδολόγος
ψευδολόγημα <ψευδολογώ
ψευδολόγημα <ψευδολογώ
ψευδολογία <αρχ. ψευδολογία < ψευδολόγος
ψιλολογώ < ψιλο- + -λογώ < λέγω
ψιλολογία <ψιλολογώ
ψιλολόι
ψοφολογώ < ψόφος + -λογώ < λέγω
ψοφολόγημα <ψοφολογώ
ψυχολόγος < ψυχή + -λόγος < λέγω
ψυχολογώ <ψυχολόγος
ψυχολογία <γαλλ. psychologie < ψυχή + -λογία < λέγω
ψυχολογικός <ψυχολόγος
ψυχολογισμός <ψυχολογία
ψυχολόγος < ψυχή + -λόγος < λέγω
ψυχολογώ <ψυχολόγος
ψυχολογία <γαλλ. psychologie < ψυχή + -λογία < λέγω
ψυχολογικός <ψυχολόγος
ψυχολογισμός <ψυχολογία
παραψυχολογία <παρά + ψυχολογία
παραψυχολογικός <παραψυχολογία
αψυχολόγητος <α- στερητ. + ψυχολογώ
αλογόμυγα < άλογο + μύγα
αλογοουρά < άλογο + ουρά
αλογοπάζαρο < άλογο + παζάρι
αλογοσύρτης < άλογο + σύρω
αλογοσούρτης < άλογο + σύρω
αλογομούρης
κουφάλογο < κουφός + άλογο
παλιάλογο < παλιός + άλογο
ψωράλογο < ψώρα + άλογο
λογογράφος < αρχ. < λόγος + γράφω
λογογραφία <αρχ. λογογραφία < λογογραφῶ
λογογραφικός <αρχ. λογογραφικός < λογογραφία
λογόγραμμα < γερμ. < Logogramm < λόγος + γράμμα
λογόγριφος < λόγος + γρίφος
λογοδιάρροια < λόγος + διάρροια
λογοδοσμένος < λόγος + δοσμένος
λογοδοτώ < μσν. λογοδότης < λόγος + δίδωμι
λογοδοσία <λογοδοτώ
λογοθεραπεία < λόγος + θεραπεία
λογοθεραπευτής
λογοθεραπευτικός
λογοθέτης < μτγν. λογοθέτης < λόγος + τίθημι
λογοκλοπία < μτγν. λογοκλοπία < λόγος + κλέπτω
λογοκλόπος <λόγος + κλέπτω
λογοκλοπή <λόγος + κλοπή
λογοκόπος < λόγος + -κόπος < κόπτω
λογοκοπώ
λογοκοπία <λογοκόπος
λογοκοπικός
λογοκρίνω < λόγος + κρίνω
λογοκρισία <λογοκρίνω
λογοκριτής <λογοκρίνω
λογοκριτικός <λογοκριτής
αλογόκριτος <α- στερητ. + λογοκρίνω
αυτολογοκρισία <αυτολογοκρίνομαι
λογομαχώ < μτγν. λογομαχῶ < λόγος + μάχομαι
λογομαχία <μτγν. λογομαχία < λογομαχῶ
λογοπαίγνιο < λόγος + παίγνιον
λογόρροια < λόγος + ρέω
λογοτέχνης < μσν. < λόγος + τέχνη
λογοτέχνημα <λογοτέχνης
λογοτεχνία <μσν. λογοτεχνία < λογοτέχνης
λογοτεχνικός <λογοτέχνης
παραλογοτεχνία <παρά + λογοτεχνία
λογοτριβή < λόγος + τρίβω
λογότυπο < λόγος + τύπος
λογοφέρνω < λόγος + φέρνω
λογικοκρατία < λογικός + κρατώ
ορθολογισμός < ορθός + λογίζομαι
ορθολογιστής <ορθολογισμός
ορθολογιστικός <ορθολογιστής
ορθολογικός <αρχ. ὀρθολογία
ορθολογικότητα <ορθολογικός
ανορθόλογος
ανορθολογισμός
ανορθολογικός
ανορθολογιστικός
αντιορθολογισμός
αντιορθολογιστής
αντιορθολογικός
αντιορθολογικότητα
εξωλογικός < έξω + λόγος
ισολογισμός < ίσος + λογισμός
νεοσύλλεκτος < μτγν. < νέος + συλλέγω
ρακοσυλλέκτης < ράκος + συλλέγω
λεξίγριφος < λέξη + γρίφος
λεξιθήρας < λέξις + θήρα
λεξιθηρία <λεξιθήρας
λεξικογράφος < μτγν. λεξικογράφος < λεξικόν + γράφω
λεξικογραφώ <λεξικογράφος
λεξικογράφηση < λεξικογραφώ
λεξικογραφία <λεξικογράφος
λεξικογραφικός <λεξικογραφία
λεξικολόγος < λέξις + -λόγος < λέγω
λεξικολογία <λέξις + λέγω
λεξικολογικός <λεξικολογία
λεξιλόγιο < λέξις + -λόγιο < λέγω
λεξιπενία < λέξις + πενία
αυτολεξεί < αυτός + λέξη
αρκτικόλεξο < αρκτικός + λέξη
κυβόλεξο < κύβος + λέξις
ιδιόλεκτο < αγγλ. idiolect < ίδιος + λέγω
χιλιοειπωμένος <χίλιες + λέγω
επικολυρικός <επικός + λυρικός
απλοέπεια <απλός + έπος
αρτιέπεια
εποποιία < αρχ. ἐποποιία < ἔπος + ποιῶ
εποποιός
καλλιέπεια <μτγν. καλλιέπεια < καλλιεπής
καλλιεπής < αρχ. < καλλι- + ἔπος
Καλλιόπη < αρχ. < καλλι- + *ὄψ, γεν. ὀπός "φωνή", αρχική σημασία "καλλίφωνη"
ορθοέπεια <αρχ. ὀρθοέπεια < ὀρθοεπής
ορθοεπής <μτγν. ὀρθοεπής < ὀρθός + ἔπος
αμετροέπεια <αμετροεπής
αμετροεπής < αρχ. ἀμετροεπής < ἄμετρος + ἔπος
αθέσπιστος <μτγν. ἀθέσπιστος < α- στερητ. + θεσπίζω
αιδεσιμολογιότατος
λέξις < λέξω μέλλ. του λέγω
λεκτός < λέγω
λεκτικός < λεκτός
λογάς "διαλεκτός" < λέγω
λογάδην "κατ' επιλογή" < λογάς
λόγος < λέγω
λογεύς < λόγος
λογεῖον < λογεύς
λογικός < λόγος
λογική < θηλ. του επιθ. λογικός
λογικόν < ουδ. του επιθ. λογικός
λόγιος < λόγος
λογίζομαι < λόγος
λογισμός < λογίζομαι
λόγισις < λογίζομαι
λόγισμα < λογίζομαι
λογιστής < λογίζομαι
λογιστήριον < λογιστής
λογιστικός < λογιστής
ῥῆμα < Fρῆ-μα, μεταπτωτ. βαθμίδα του δισύλλαβου θ. *Fερε- (με μηδενισμένη το πρώτο και εκτεταμ. το δεύτερο φωνήεν) < ΙΕ *wre- "λέγω, μιλώ"
ῥῆσις < θ. Fρη- < πβ. ΙΕ *wre- "λέγω, μιλώ"
ῥητός < *Fρη-τός < θ. Fρη-
ῥήτρα < θ. Fρη-
ῥήτωρ < *Fρή-τωρ < Fρη-, ἐρῶ του λέγω
ῥητορικός < ῥήτωρ
ῥητορεύω < ῥήτωρ
ῥητορεία < ῥητορεύω
ἔπος < εῖπον αόρ. β' του λέγω
ἀλόγιστος < α- στερητ. + λογίζομαι
ἄλογος < α- στερητ. + λόγος "ομιλία, λογική"
ἄρρητος < α- στερητ. + ῥητός < λέγω
ἀπόρρητος < ἀπό + ῥητός
ἀμφιλέγω
ἀναλέγω
ἀντιλέγω
ἀντιλογία < ἀντιλέγω
ἀντίλεκτος < ἀντιλέγω
ἀναντίλεκτος
ἀπολέγω
ἀπόλεκτος
διαλέγω / διαλέγομαι < διά + λέγω
διαλογή < διαλέγω
διαρρήδην < επίρρ. < διαρρηθῆναι < διαλέγω
διάλεκτος < διαλέγομαι
διάλεξις < διαλέγομαι
διαλεκτικός < διαλέγομαι
ἐκλέγω < ἐκ + λέγω
ἐκλεκτός < ἐκλέγω
ἐκλογεύς < ἐκλέγω
ἐκλογή < ἐκλέγω
ἐκλεκτέος < ἐκλέγω
παρεκλέγω
προεκλέγω
ἐπιλέγω
ἐπίλογος < ἐπιλέγω
ἐπίλεκτος < ἐπιλέγω
καταλέγω
κατάλογος < καταλέγω
ἐγκαταλέγω
συγκαταλέγω < σύν + κατά + λέγω
παραλέγω < παρά + λέγω
παράλογος < παρά + λόγος
προλέγω
πρόλογος
πρόρρησις < προλέγω
προσλέγω
πρόσρησις < προσλέγω
συλλέγω < σύν + λέγω
σύλλεκτος < συλλέγω
συλλογεύς < συλλέγω
συλλογή < συλλέγω
παρασυλλέγομαι
ἀνάλογος < ἀνά + λόγος "συμμετρία"
ἀναλογῶ < ἀνάλογος
ἀναλογία < ἀνάλογος
ἀντιλογῶ < ἀντίλογος
ἀναλογίζομαι
ἀναλόγισμα < ἀναλογίζομαι
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀπολογοῦμαι < ἀπόλογος < ἀπό + λέγω
ἀπόλογος < ἀπό + λέγω
ἀπολόγημα < ἀπολογοῦμαι
ἀπολογητικός < ἀπολογοῦμαι
ἀπολογία < ἀπολογοῦμαι
ἀνταπολογοῦμαι
ἐναπολογοῦμαι
συναπολογοῦμαι
ὑπεραπολογοῦμαι
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός < ἀπολογίζομαι
διαλογίζομαι < διά + λογίζομαι
διαλογισμός < διαλογίζομαι
διάλογος < διαλογίζομαι
ἀδιαλόγιστος < α- στερητ. + διαλογίζομαι
ἐκλογίζομαι
ἐπιλογίζομαι
καταλογίζομαι
ἐγκαταλογίζομαι
παραλογίζομαι
παραλογισμός < παραλογίζομαι
παραλογιστικός < παραλογίζομαι
προλογίζομαι
προσλογίζομαι
συλλογίζομαι < σύν + λογίζομαι
συλλογισμός < συλλογίζομαι
συλλογιστικός < συλλογίζομαι
σύλλογος < συλλέγω
ἀσυλλόγιστος < α- στερητ. + συλλογίζομαι
ὑπολογίζομαι
ἐπιρρητορεύω
καταρρητορεύω
ἐπίρρητος < ἐπί + ῥητός
ἐλλόγιμος < ἐν + λόγος + κατάλ. -ιμος
ἔλλογος < ἐν + λόγος
ὑπόλογος < ὑπό + λόγος
εὔλογος < εὖ + λόγος
εὐλογῶ < εὔλογος
εὐλογία < εὐλογῶ
εὐλόγησις < εὐλογῶ
εὐλογητός < εὐλογῶ
ἀντευλογῶ
ἐνευλογοῦμαι
ὑπερευλογῶ
εὐλογοφανής < εὔλογος + φαίνομαι
ἐποποιός < ἔπος + ποιῶ
ἐποποιία < ἐποποιός
συνεπής < σύν + ἔπος
δίλογος < δίς + λόγος
διλογῶ < δίλογος
δύσλεκτος < δυσ- + λεκτός
καταλογάδην < επίρρ. < κατά + λογάδην < λογάς
κοινολογοῦμαι < κοινός + -λογῶ
λεξιθήρας < λέξις + θήρα
λογογράφος < λόγος + γράφω
λογογραφῶ < λογογράφος
λογογραφία < < λογογράφος
λογογραφικός < < λογογράφος
λογογράφημα < λογογραφῶ
λογοποιός < λόγος + ποιῶ
λογολέσχης < λόγος + λέσχη
λογολεσχῶ < λογολέσχης
λογομάχος < λόγος + μάχομαι
λογομαχία < λογομάχος
λογομαχῶ < λογομάχος
λογοποιΐα < λογοποιός
λογοποιῶ < λογοποιός
λογοποίημα < λογοποιῶ
παρρησία < πᾶν + ῥῆσις
παρρησιάζομαι < παρρησία
παρρησιαστικός < παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
ἀπαρρησίαστος

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Φιλόλογος

Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

2Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου