Γλωσσικό κουίζ: Τι σημαίνει λυπρός;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Τι σημαίνει λυπρός;

1. Λεπρός
2. Λυπημένος
3. Ευτελής
4. Ευδαίμων


Δείτε παρακάτω την απάντηση:



Το σωστό είναι το 3. Λυπρός σημαίνει ευτελής.

λυπρός, -ά, -όν (AM)
1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος
2. ευτελής, πενιχρός
αρχ.
1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος
2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός
3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός
4. (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί, ενοχλητικός, δυσάρεστος («κρείσσων νομισθεὶς λυπρὸς ἐν πόλει φανεῑ», Ευρ.)
5. (για καταστάσεις·) αυτός που προξενεί λύπη ή ενόχληση, λυπηρός, θλιβερός, πικρός («καὶ μὴν ἐγώ σοι πένθος ὡς φίλος φίλῳ λυπρὸν συνοίσω τῆσδε», Ευρ.).
επίρρημα
λυπρῶς (Α)
με τρόπο που προξενεί λύπη, λυπηρά («ἐκεῑ δὲ λυπρῶς πράττων καὶ κακῶς διατρέφων τοὺς μισθοφόρους ὑπὸ Λεπτίνου... ἀνῃρέθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + επίθημα -ρός, (πρβλ. λεπ-ρός, σαπ-ρός)].


Γλωσσικό κουίζ #24

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)