Ετυμολογία
γλίσχρος < αρχαία ελληνική γλίσχρος από τη ρίζα γλι- «κολλώ»∙ ομόρριζα γλοιώδης, γλίνα, γλίτσα
Επίθετο
γλίσχρος, γλίσχρα, γλίσχρο (λόγιο)
Σημασία
ανεπαρκής, λίγος, μικρός
Π.χ.Τα Ασφαλιστικά Ταμεία κινδυνεύουν να χάσουν 12 δισεκατομμύρια, το 50% της γλίσχρας περιουσίας τους (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/10/2011)
Συνώνυμα
ισχνός
λιγοστός
λιτός
πενιχρός
ανεπαρκής
Αντώνυμα
αδρός
πλουσιοπάροχος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
γλίσχρος < αρχαία ελληνική γλίσχρος από τη ρίζα γλι- «κολλώ»∙ ομόρριζα γλοιώδης, γλίνα, γλίτσα
Επίθετο
γλίσχρος, γλίσχρα, γλίσχρο (λόγιο)
Σημασία
ανεπαρκής, λίγος, μικρός
Π.χ.Τα Ασφαλιστικά Ταμεία κινδυνεύουν να χάσουν 12 δισεκατομμύρια, το 50% της γλίσχρας περιουσίας τους (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/10/2011)
Συνώνυμα
ισχνός
λιγοστός
λιτός
πενιχρός
ανεπαρκής
Αντώνυμα
αδρός
πλουσιοπάροχος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος