Ποιήματα για την 25η Μαρτίου

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Τσάμικος
(Γκάτσος - Χατζηδάκις)

Τέτοιαν ημέρα διάλεξεν η σπλαχνική Μαρία
να ειπεί στον Κύριο του Παντός που τ άψυχα εμψυχώνει:
«Κοίτα στη γη τους Χριστιανούς, που μ άπειρη λατρεία
εμέ γιορτάζουν σήμερα, πόση σκλαβιά πλακώνει;»
Και πνεύμα θείο χύθηκε μεμιάς εις την Αγία
ψυχή του ενδόξου Γερμανού, που ατρόμητος απλώνει
το ξακουστό το Λάβαρο κι από την εκκλησία
πρώτος προβαίνει αγωνιστής και πρώτος ξεσπαθώνει.
Φεύγουν απ' όλες τις μεριές οι Τούρκοι τρομαγμένοι,
ενώ προφέρει ο Γερμανός κι ηχολογούν οι άλλοι
τον όρκο, π όλην έσειε βαθιά την οικουμένη.
Μέρα γλυκιά, μέρα λαμπρή, μέρα χαριτωμένη!
Κάθε φορά που η λάμψη σου στην εκκλησιά προβάλλει,
πάντα με δάφνη ελεύθερη θα την ιδείς σπαρμένη.


Η 25η Μαρτίου

Τέτοιαν ημέρα διάλεξεν η σπλαχνική Μαρία
να ειπεί στον Κύριο του Παντός που τ άψυχα εμψυχώνει:
«Κοίτα στη γη τους Χριστιανούς, που μ άπειρη λατρεία
εμέ γιορτάζουν σήμερα, πόση σκλαβιά πλακώνει;»
Και πνεύμα θείο χύθηκε μεμιάς εις την Αγία
ψυχή του ενδόξου Γερμανού, που ατρόμητος απλώνει
το ξακουστό το Λάβαρο κι από την εκκλησία
πρώτος προβαίνει αγωνιστής και πρώτος ξεσπαθώνει.
Φεύγουν απ' όλες τις μεριές οι Τούρκοι τρομαγμένοι,
ενώ προφέρει ο Γερμανός κι ηχολογούν οι άλλοι
τον όρκο, π όλην έσειε βαθιά την οικουμένη.
Μέρα γλυκιά, μέρα λαμπρή, μέρα χαριτωμένη!
Κάθε φορά που η λάμψη σου στην εκκλησιά προβάλλει,
πάντα με δάφνη ελεύθερη θα την ιδείς σπαρμένη.


Εις την Ελλάδα, Πούσκιν

Εμπρός, Ελλάς επαναστάτισα, στάσου όρθια
κράτα με τα γερά τα όπλα την δύναμήν σου.
Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου
η Πίνδος σου και οι Θερμοπύλες, η τιμή σου.
Επετάχθηκε απο των σπλάχνων σου τα βάθη
η ελευθερία σου δυνατή, φωτός πυρήνας
κι απ' του Θησέος και του Περικλή τους τάφους
και τα πάντα νέα ιερα των Αθηνών.
Θραύσε τώρα, γη θεών και ηρώων
της σκλαβιάς τες αλυσίδες, την μαύρην μοίρα
με τες γλυκόηχες ωδές απο του Τυρταίου
και από του Ρήγα και του Βύρωνος την λύρα.


Ένα μικρό Τουρκόπουλο
(Δημοτικό τραγούδι της σκλαβιάς)

Ένα μικρό Τουρκόπουλο (2)
Μικρό διαβολεμένο
Μια Ρωμιοπούλα κυνηγά (2)
Γυναίκα να την πάρει
Κι η κόρη από το φόβο της (2)
Κι από την αντροπή της
Τα πλάγια-πλάγια έπαιρνε (2)
Και στον Αη Γιώργη βγαίνει
Βόηθα σ' με Αη Γιώργη μ' βόηθα σ' με (2)
Να μη με πάρει ο Τούρκος
Θα φέρει αμάξια το κερί (2)
Φορτώματα το λάδι.

Περήφανοι όλοι
(Δημοτικό τραγούδι για τους αγωνιστές)

Ήταν μαζεμένοι όλοι μία βραδιά
και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά
μέσ' τα μάτια τους φαινόταν καθαρά
πως για αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά,
πολεμούσαν για τη λευτεριά.

Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί,
ήταν κλέφτες και αρματολοί,
ποτέ τους δε σκεφτόταν φόβος τι θα πει
και το βόλι ας έπεφτε βροχή.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά,
πολεμούσαν για τη λευτεριά.

Και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά,
καθισμένοι γύρω απ' τη φωτιά.
Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές
κι είχαν δυναμώσει οι φωνές,
θυμήθηκαν τ αδέρφια τους που χάθηκαν,
πολεμώντας και πικράθηκαν.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά,
πολεμούσαν για τη λευτεριά.

Για αυτή πολεμήσανε και έφτιαξαν παιδιά,
για να ζήσουν μέσ' τη λευτεριά.
Και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά,
σαν τους πατεράδες τους κι αυτά,
και πάνω σ' αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια,
κοιμήθηκαν για παντοτινά.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά,
πολεμούσαν για τη λευτεριά.


Οι κλέφτες του βάλτου
(Κλέφτικα Δημοτικά του 21)

Κάτου στου βάλτου τα χωριά,
Ξερόμερο και Άγραφα και
στα πέντε βιλαέτια,
Βάλτε μπρε να πιούμ', αδέρφια.
- Εκεί είν' οι κλέφτες οι πολλοί,
ούλοι ντυμένοι στο φλωρί,
κάθουνται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μία γραφή,
βρίζουν τα γένια του κατή,
γράφουνε και στο Κομπότι,
προσκυνούνε το δεσπότη.
Μπρε Τούρκοι, κάνετε καλά,
γιατί σας καίμε τα χωριά.
Δώστε μας τ αρματωλίκι
γιατί ερχόμαστε σα λύκοι.


Παιδιά της Σαμαρίνας

Κι εσείς παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα.
Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα.
Παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε, πά - μωρ' πάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα.
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια να μωρ' να μη ρίξετε.
Τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα.
Τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
η δόλια η αδερφή μωρέ παιδιά καημένα.
η δόλια η αδερφή μου κι ας είστε λερωμένα.
Μην πείτε, πεί - μωρ' πως εχάθηκα.
Πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα.
Πως είμαι σκοτωμένος κι ας είστε λερωμένα.


Όλη δόξα όλη χάρη

Όλη δόξα, όλη χάρη, άγια μέρα ξημερώνει
και τη μνήμη σου το Έθνος χαιρετά γονατιστό.
Και τα στήθη σου όλο φλόγα με τον ήλιο σου πυρώνεις,
που χρυσός με περηφάνια περπατεί στον ουρανό.
Στην Αγία Λαύρα πρώτα τις χρυσές ακτίνες χύνει,
που λεβέντες πρώτ' ανάψαν του πολέμου τη φωτιά.
Τη γαλάζια μας Σημαία με τη χάρη του λαμπρύνει
και του θείου Ιεράρχη χαιρετάει τη σκιά.
Ομορφιά και δόξα χύνει όπου γη αιματωμένη
απ' το τιμημένο αίμα των παιδιών της κλεφτουριάς.
Τ' άγιο χώμα χαιρετάει και περήφανα διαβαίνει
από τα Ψαρά στο Σούλι και στο χάνι της Γραβιάς.
Απ' τη Ρούμελη κι εκείθε απ' την Κλείσοβα περνάει
και στο Μεσολόγγι μέσα χύνει το χρυσό του φως.
Την αιματωμένη γη του χαιρετάει κι ευλογάει,
όπου τόσοι σε μια νύχτα έπεσαν ηρωικώς.


Τι έχεις καημένε πλάτανε

Τι έχεις ,καημέ- καημένε πλάτανε, που στέκεις μαραμένος
Μέρα και νύ- και νύχτα στο νερό, αμάν, μέρα και νύ-
και νύχτα στο νερό
Μέρα και νύ- και νύχτα στο νερό και πάλι μαραμένος;

Μήπως βοριάς- βοριάς σε φύσηξε, αμάν, μήπως βοριάς,
Βοριάς σε φύσηξε
Μήπως βοριάς σε φύσηξε, μήπως κακό χαλάζι;

Παιδιά, σαν με-σαν με ρωτήσατε, αμάν, παιδιά, σαν με-
σαν με ρωτήσατε
Παιδιά , σαν με- σαν με ρωτήσατε, θα σας ομολογήσω
΄Μπραήμ πασάς, πασάς επέρασε, αμάν, ΄Μπραήμ πασάς,
πασάς επέρασε
΄Μπραήμ πασάς, πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες
Κι όλοι στον ι- σον ίσκιο μ΄έκατσαν, αμάν, κι όλοι στον ι-
Στον ίσκιο μ΄έκατσαν.


Στη μέση τα Καλάβρυτα

Στη μέση τα Καλάβρυτα, στον πλάτανο από κάτω
Καθόσανται, Γερο-Ζαΐμη, τρεις γέρο-ωρέ, τρεις γέροντες
Καθόσανται τρεις γέροντες και οι τρεις καπεταναίοι
Ζαΐμης και ο-γερο-Ζαϊμη, και ο Πετι- κι ο Πετιμεζάς
Ζαΐμης κι ο Πετιμεζάς και ο γερο-Χαραλάμπης
Συμβούλιο, γερο-Ζαΐμη, κα-ωρέ, κάνανε
Συμβούλιο εκάνανε την Πάτρα για να κάψουν
Ζαΐμης δεν-γερο-Ζαΐμη, δεν υπό-δεν υπόγραφε.


Εγέρασα, μωρέ παιδιά

Εγέρασα, μωρέ παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης
Τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
Θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου
Βρύση το αίμα τι'χυσα, σταλαγματιά δε μένει
Καημένα μου παιδιά, σταλαγματιά δε μένει
Ένα από 'σας, το νιότερο, ας ανεβεί στη ράχη
Κι ας πάρει το τουφέκι μου τ΄άξιο καριοφίλι
Κι ας μου ρίξει τρείς φορές και τρείς φορές ας σκούξει
Ο γέρο-Δήμος πέθανε, ο γέρο-Δήμος πάει
Καημένα μου παιδιά, ο γέρο-Δήμος πάει.


Τρία καραβάκια αρμένιζαν

Τρία καραβάκια αρμένιζαν σ' ένα βαθύ λιμάνι
Άιντε, μωρέ, τό 'να ήταν τον- Μαίρη, Μαιράκι, Πέτρο-του Πετρόμπεη
Τό 'να ήταν του Πετρόμπεη, τ' άλλο ήταν του Κανάρη
Άιντε, μωρέ, το τρίτο το- Μαίρη, Μαιράκι, καλύτερο
Το τρίτο το καλύ- το καλύτερο ήταν του Παπαφλέσσα
Άιντε, μωρέ, σείστηκε η Μά- άιντε, ρε Παπαφλέσσα, η Μάνη σείστηκε.


Πιάνουν και γράφουν γράμματα

Ωρέ, πιάνουν και γράφουν, πιάνουν και γράφουν γράμματα
Οι Τούρκοι οι- μωρέ, οι Λαλαίοι σε σένα Κόλια, σε σένα Κάλια, στρατηγέ
Ωρέ, σε σένα Κόλια, σε σένα Κόλια, στρατηγέ
Ζαμπίτη της- μωρέ, της Λιοδώρας, Κόλια μου, 'τί, Κόλια μου, 'τί ζουρλάθηκες
Ωρέ, Κόλια μου, 'τί, Κόλια μου, 'τί ζουρλάθηκες
Εσύ και τα- μωρέ, τα παιδιά σου; Του Μπαστηρά, του Μπαστηρά δεν παίρνεται
Του Μπαστηρά δεν παίρνεται, του Λάλα δεν πατιέται.


Τρείς περδικούλες κάθονται

Τρείς περδικούλες κάθονται, μωρέ, στη μέση το Λεβίδι
Μα είχαν τα νύχια, κό- άιντε, μπάρμπ' Αναγνώστη, Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα. φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ΄ Αναγνώστη κι Αντωνάκη, κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ' Αναγνώστη, Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
'Κείν' το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.


Ήταν η μέρα βροχερή

Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο 'Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, 'Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
Άιντε, που κίνησ΄ ο 'Μπραήμ, 'Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
Άιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ' ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου,
δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ' ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο.


Μωρ' περδικούλα του Μοριά

Ωρέ, μωρ' περδικούλα, μωρ' περδικούλα του Μοριά
Μωρ' περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά 'γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;


Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες

Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα'μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.


Εσείς βουνά ψηλά

Εσείς, βουνά, βουνά ψηλά, βουνά με τα δασιά κλαριά σας
Και πύργε της- ρε της Καστάνιτσας
Και πύργε της- ρε της Καστάνιτσας, όπου βαστάτε κλέφτες
Τους κλέφτες τί- ρε τι τους κάνατε;
Τους κλέφτες τί- ρε τί τους κάνατε τους Κολοκοτρωναίους;
Όπου φοράν, φοράν χρυσά σπαθιά
Όπου φοράν, φοράν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκες ασημένιες
Και τα τσαπρά- τσαπράζια που φοράν
Και τα τσαπρά- τσαπράζια που φοράν ούλο μαργαριτάρια
'Κείνο το Μά- το Μάρτη ήσαν εδώ
'Κείνο το Μά- το Μάρτη 'σαν εδώ και το μισό Απρίλη
Τους Τούρκους ε- ρε εκυνήγησαν.


Όλες οι καπετάνισσες

Όλες οι κα- όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Άρτα, όλες την Αρτα πέρασαν
Όλες την Ά- όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν, σκλαβώθηκαν οι ορφανές
Σκλαβώθηκαν, σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν
οι μαύρες, και η Λένω δεν- και η Λένω δεν επέρασε
Και η Λένω δεν- και η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα
μόν' πήρε δίπλα, μόν' πήρε δίπλα τα βουνά
Μόν' πήρε δι- μόν' πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει ντουφέκι, σέρνει ντουφέκι σισανέ
Σέρνει ντουφέ- σέρνει ντουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια
έχει και στη- έχει και στη μεσούλα της
Έχει και στη- έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο,
πέντε Τούρκοι, πέντε Τούρκοι την κυνηγούν.


Τι έχεις, καημένε κόρακα

Ωρέ, τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και μαδιέσαι
Μήνα διψάς, μήνα διψάς για αίμα-ωρέ, για αίματα
Ωρέ, μήνα διψάς για αίματα για τουρκικά κεφάλια;
Για 'γβα ψηλά στα Τρίκορφα κι αγνάντια στο Βαλτέτσι
Θα ιδείς κεφά-θα ιδείς κεφάλια τούρκι-ωρέ, τούρκια
Θα ιδείς κεφάλια τούρκικα, πλατούλες αντριωμένες.


Τα χιόνια στα βουνά

Ωρέ, λάμπουν τα χιό- ωρέ, τα χιόνια στα βουνά
Κι ο ήλιος στα λαγκάδια, έτσι λάμπει, ωρέ, λάμπει και η κλεφτουριά.
Έτσι λάμπει- ωρέ, λάμπει και η κλεφτουριά
Οι Κολοκοτρωναίοι, πού 'χουν τ'ασή- ωρέ, τ'ασήμια τα πολλά
Που 'χουν τ' ασή- ωρέ, τ'ασήμια τα πολλά
Τις ασημένες πάλες, π' αυτοί δεν κα- ωρέ, δεν καταδέχονται
Π' αυτοί δεν κα- ωρέ, δεν καταδέχονται
Τη γής να την πατάνε, καβάλα πάν', ωρέ, πάν' στην εκκλησιά
Καβάλα πάν', ωρέ, πάν' στην εκκλησιά
Καβάλα προσκυνάνε, καβάλα, παί- ωρέ, παίρνουν αντίδωρο.


Έχε γειά, καημένε κόσμε

Έχε γειά, καημένε κόσμε
Έχε γειά, γλυκιά ζωή, έχε γειά γλυκιά ζωή
Κι εσύ, δύστυχη πατρίδα
Έχε γειά παντοτινή, έχε γειά παντοτινή
Έχετε γειά, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες (δίς)
Στη στερία δε ζει το ψάρι
Ουτ΄άνθος στην αμμουδιά, ούτ΄άνθος στην αμμουδιά
Και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
Δίχως την ελευθερία, δίχως την ελευθερία
Έχετε γεια...
Σαν να πάν΄ σε πανηγύρι
Σ΄ανθισμένη πασχαλιά, σ΄ανθισμένη πασχαλιά
Μες τον άδη κατεβαίνουν
Με τραγούδια με χαρά, με τραγούδια με χαρά
Έχετε γειά...


Στα Τρίκορφα μες την κορφή

Στα Τρίκορφα, λέει, στα Τρίκορφα, στα Τρίκορφα μες την κορφή
Στα Τρίκορφα μες την κορφή Κολοκωτρώνης πολεμεί (ή: κάνει ορδή)
Μες τα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώ- λέει, Κολοκοτρώ- Κολοκοτρώνης φώναξε
Κολοκοτρώνης φώναξε και όλος ο κόσμος τρόμαξε
Του Νικηταρά φωνάζει και τους Τούρκους τους τρομάζει
Που ΄σαι, μωρέ, λέει, πού ΄σαι, μωρέ, που ΄σαι, μωρέ Νικηταρά
Που ΄σαι, μωρέ Νικηταρά, που χουν τα πόδια σου φτερά
Μες στους κάμπους πως κοιμάσαι και τους Τούρκους δε φοβάσαι.


Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά

Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
Εμένα να-γειά σας, παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
Της κλεφτουριάς, γειά σας, παιδιά, της κλεφτουριάς τα βάσανα
Της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια
Μαύρη ζωή, γειά σας, παιδιά, μαύρη ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ μας δεν- γειά σας, παιδιά, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε
Ολημερίς, γειά σας, παιδιά, ολημερίς στον πόλεμο
Ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι .


Της νύχτας οι αρματολοί

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής, παιδιά μου, οι κλέφτες
Ολονυχτίς, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μια
Ολονυχτίς κουρσεύανε και τις αυγές, παιδιά μ', κοιμούνται
Κοιμούνται στα- Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μια
Κοιμούνται στα δασιά κλαριά και στους παχιούς, παιδιά μ', τους ίσκιους
Είχαν αρνιά, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μιά
Είχαν αρνιά και ψένανε κριάρια και- ρε και σουβλάνε
Είχαν κι ένα, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μιά
Είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μο- το μοναστήρι.


Χορεύουν τα κλεφτόπουλα

Χορε-νε-ύουν τα- μωρέ, τα κλεφτό-νο-πουλα
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα
Κι ένα, 'να μικρό, 'να μικρό κλεφτό-νο-πουλο
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει
Μόν 'τ' ά-να-ρματα, τ' άρματα του ξύ-νι-ατριζε
Μόν' τ' άρματά του ξύστριζε, του ντουφεκιού του λέει
Ντουφέ-νε-κι κα- μωρέ, καριοφι'-νι-λι μου
Ντουφέκι καριοφίλι μου, σπαθί μου παινεμένο
Πολλές νε-φορές, νε-φορές με γλί-νι-τωσες
Πολλές φορές με γλίτωσες, για γλίτωμε και τώρα.


Μια κόρη μια ξανθιά κορή

Μια κόρη μια ξανθιά κορή, ξανθιά και μαυρομάτα,
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ'ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν' από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ' έχεις κόρη μ' και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσια;
-Φωτιά να κάψει τα' άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Παν οι ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ' ου κόσμους όλους.


Ο χορός του θανάτου

"Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουδ' ανθός στην αμμουδιά
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
δίχως την ελευθεριά".


Του Μπραίμη

Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.


Του πολέμου του Δηρού

Στο ρημοκλήσι του Δηρού
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
και τ' άχραντα μυστήρια
έφερνε στο κεφάλι του,
ψάλλοντας το χερουβικό.
Μα έξαφνα κι ανέλπιστα
Τούρκοι τον περιλάβανε,
κι έλαβε μόνον τον καιρό
και σήκωσε τα χέρια του,
κι είπεκε: «Παντοδύναμε,
δυνάμωσε τους Χριστιανούς,
τύφλωσε τους Αγαρηνούς
τη μέρα τη σημερινή».
Μα οι άντρες όλοι ελείπασι,
ήταν στη Βέργα τ' Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος
επάηνε δυο μερόνυχτα.
Μόνα τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι,
(γιατ' ήτο θέρος) βρέθεσαν
με τα δρεπάνια στα λουριά.
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δε τρομάξασι,
μόν έδωκαν την είδηση
στον Κωσταντίνο με πεζόν,
κι εκείνος ως πολέμαρχος
εσύναξ' όλα τα χωριά.
Γράφει και στέλνει στ' Αρμυρό,
κι έδραμε κατά το Δηρό.
Βλέπει γυναίκες να χερούν
και τα δρεπάνια να κρατούν,
τους Αραπάδες να χτυπούν.
«Εύγε σας, μεταεύγε σας,
γυναίκες άντρες γίνετε,
σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε».
Είπε κι εβρυχουμάνισε
σαν το λιοντάρι στα βουνά,
τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
Τότε τα παλικάρια του
πετάχτησαν σαν τους αιτούς,
κι επιάστηκαν με τους εχτρούς,
χέρια με χέρια ανάκατα.
Τους εκαταποντίσασι
και τους εβάλεσι μπροστά,
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας και σκοτώνοντας
φτάσασι στην ακρογιαλιά,
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά.
Τότε σ' εκείνη τη στιγμή,
αγνάντιαζαν κι επρόφτασαν
τα παλικάρια τ' Αρμυρού,
όπου τη νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κι εμπροστινά
ο γιός του γέρου βασιλιά.
είχε στα πόδια του φτερά,
πού 'τον ο πρώτος άγωρος.
Ξεγύμνωμένο το σπαθί
εκράτει,και τα μάτια του
σπίκες και φλόγες βγάζασι.
«Εχετε θάρρος» είπεκε
με μια φωνή σαν τη βροντή,
«μη τα φοβήστε τα σκυλιά,
αw είν' πολλοί κι αμέτρητοι.
Ηταν πολλοί και στ' Αρμυρό,
κι εμείς τους ενικήσαμεν,
κι όλους τους εξοφλήσαμεν».
Πρόφτασε τότε κι ο αρχηγός,
πρόφτασε κι ο αρχιστράτηγος,
οπού 'ναι πενταγώστικος στις μάχες,
στα πολιτικά, κι είπε στα παλικάρια του,
κι είπε σ' όλο το στράτευμα:
«Οσοι πιστοί εμπρός, παιδιά,
σήμερον γεννηθήκαμε,
και θα σωθούμε σήμερον».
Ηνοιξ η μάχη τρομερά,
κι ήτανε ξεσυνέριση
σ' όλα τα Σπαρτιατόγονα
ποίοι να πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι,
'τι ήσαν στην άκρη του γιαλού.
Μές στο στερνό δειλιάσασι
κι επέφτασι στη θάλασσα,
σαν τα τυφλά τετράποδα,
γιατ' ήτο θέλημα Θεού
να σακουστεί η παράκληση
τ' Aγιού πρωτοσύγκελου.


Του Δράμαλη

Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμα 'χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και για απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε;
«Πουλί, πώς πάει ο΄πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;»
«Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.


Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη

Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ' ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ' ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου 'ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».


Του Κιαμήλ Μπέη

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά γι' αγάδες,
κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισα το δόλιο τον Κιαμίλη.
«Αχ, που 'σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ησουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ούδε μες στα σαράγια.
Ενας παπάς σου τα 'καψε τα γέρμα τα παλάτια.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς ραγιάδων».


Ο γέρος του Μοριά

Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ' αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ' Αγια - Λαύρα θα 'χαμε
ούτε Εικοσιένα.


Γλυκοχαράζει η χαραυγή

Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ' ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.(δις)

Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι (δις)

Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι(δις)


Της Πάργας

Μαύρο πουλάκι, πο' 'ρχεσαι απο τ' αντίκρι μέρι,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
απο την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παριανούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν' να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί 'ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
να μην τα βρούν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Τρία πούλιά απ' τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια.
Εφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργιανό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο' τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
Αστε, λαβάντες, τ' άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.


25η Μαρτίου

Πάνω στα κάστρα σα θεά πανώρια η Ελευθερία
κρατά στα χέρια λάβαρο και λάμπει η ματιά
κι εκεί στα εικονίσματα η Παναγιά η Μαρία
το μήνυμα της Γέννησης δέχεται με χαρά.

Στο ιερό μας σύμβολο τη γαλανή Σημαία
της λευτεριάς τα χρώματα σμίγουν αρμονικά
και της αγάπης σήμαντρα ηχούνε στον αιθέρα.
Γιορτάζει η Πατρίδα μας, γιορτάζει η Παναγιά.

Το «Χαίρε Αειπάρθενε» ψαλμός και μελωδία
κι οι παιάνες που ηχούν ύμνος στη Λευτεριά
χαμογελά στην εκκλησιά γλυκά η Παναγία
κι η Ελλάδα ντύθηκε γαλάζια φορεσιά.


Σουλιώτικο

Τρία μπαϊράκια φαίνονται 'ποκάτω από το Σούλι.
Το' να' ναι του Μουχτάρ πασά, τ' άλλο του Σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ' αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα:
«Που 'στε του Λάμπρου τα παιδιά, που 'στεν οι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει».
«Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν!
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ' άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως».
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:
«Παιδιά, σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα,
Γιατ' έρχεται ο Μουχτάρ πασας με δώδεκα χιλιάδες».
Ο πόλεμος αρχίνησε κι άναψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας:
«Παιδιά μ' ήρθ' η ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι».
Κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκες τω σπαθιώ τους.
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Αλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν «Πασά μου, ανάθεμά σε!
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαήδες κι Αρβανίτες.
Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο, δεν είν' η Λαμποβίτσα,
εδώ είν΄ το Σούλι το κακό,εδώ είν' το Κακοσούλι,
που πολέμουν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι».
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι:
«Ελα, πασά, τι κάκιωσες καί φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ' εδώ στον τόπο μας, στην έρημη την Κιάφα,
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις καί σουλτάνος».


Οι σκλάβοι τω Μπαρμαρέσω

Hλιε που βγαίνεις το ταχύ, σ'ούλον τον κόσμο δούδεις,
σ'ούλον τον κόσμο ανάτειλε, σ'ούλην την οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέσω τις αυλές, ήλιε, μην ανατείλεις.
Κι αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις,
γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους,
και θα'γραθού οι γιαχτίδες σου 'που τω σκλάβω τα δάκρυα.
Τα παλικάρια του Μοριά κι οι έμορφες της Πάτρας,
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν,
και τώρα πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες!
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, όπου είναι σκλαβωμένοι,
κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν.
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Αφήνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
χωρίζει κι έν'αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο.


Ο θάνατος του Γιώργη Γιαννιά

Πολλές μανούλαις θλίβονται κι ούλαις παρηγοριώνται
του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριά δεν έχει
στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
τα ριζοβούνια τ' Ωλενού βλέπει σκοτιδιασμένα
μην απ' τα χιόνια τα πολλά, μην από το χειμώνα;
Μήτ' απ' τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από το χειμώνα
τον μαύρο Γιώργη έκλεισαν οι άπιστοι Λαλαίοι.
Αυτοί δεν ήσαν λιγοστοί, ήσαν δυο, τρείς χιλιάδες.
Κι ο Γιώργης ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους
Ντερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι
-«Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου»
-«Μουρτάτη, πώς με πέρασες να βγω να προσκυνήσω;
Μήγαρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω;
Εγώ' μαι ο Γιώργης του Γιανιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστάξω πόλεμο με δώδεκα νομάτους».
Μακροπανάγος φώναξεν από ψηλή ραχούλα
«Βάστα Γιώργη τον πόλεμον, βάστα και το ντουφέκι,
κι εγώ μεντάτι σ'έρχομαι με δύο με τρείς χιλιάδες».
«Τί να βαστάξω, θείε μου, τρείς μέρες και τρείς νύχταις
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνια;»
Ποιός είν'άξιος και γρήγορος να πάη στην Προστοβίτσα,
να πάει να ειπή της Γιώργενας της νεοπαντρεμένης
να μην αλλάξη την Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάση.


Το λαγιαρνί

Έβγα Γκόλφο μ' στο βουνό,
έχω δυο λόγια να σου πω,
να τα πεις τ' αφέντη σου,
να του κάψεις την καρδιά
Βγήκαν κλέφτες στο βουνό
για να κλέψουν άλογα
κι άλογα δεν ηύρανε
προβατάκια πήρανε.
Αχ! Αχ! πήρανε το λαγιαρνί
που 'χε το χρυσό μαλλί,
το ασημένιο κέρατο
και το χρυσό κουδούνι.
Προβατάκι μ'
κατσικάκι μ'
λαγιαρνάκι μ' αχ!
Το πήρανε και παν
άιντε μαννούλα μ' παν
και πίσω δεν κοιτάν.

Των Λαζαίων οι γυναίκες

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ' άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν' το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν' αυτές οπο' ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν' οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».


Του Δήμου

Σήμερα, Δήμο μ', Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι,
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ', στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά' χης τ' αρματολίκι.»
- «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου...


Τρεις περδικούλες

Τρεις περδικούλες κάθονται,
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.


Θρήνος των Ηπειρωτών

Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλον τον κόσμο ήλιος
και 'ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ' εβάλανε τα σύνορα 'ς της Άρτας το ποτάμι
κι' αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι' αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι' αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα


Ο καταδικασμός της Κρήτης

'Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ, μιαν Τρίτη,
(αφουγκρασθήτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη)
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε 'ς το Παρίσι,
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενή η Κρήτη.
Μ' απής εσυναχτήκανε κι'άρχηξαν το κουσούλτο,
ούλοι εδιχονήσανε και παίρνει την ο Τούρκος.
Αθρώπους τότ' επέψανε κ' εις τσοι Καλύβαις βγαίνει,
να συναχτούν οι Χρισθιανοί, να δώση το χαμπέρι.
Και σαν εσυναχτήκασι, διαβάζει τη συθήκη,
κ' έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.
Φωνιάζουν, κλαίν οι Χρισθιανοί• "Αφέντες κουμαντάτες,
εβγάστ' απάνω 'ς τα βουνά, να κάτσετε 'ς τσοι στράταις,
να ιδήτε ούλα τα πουλιά, απού ψηλά πετούσι,
τα κόκκαλα τω Χρισθιανώ 'ς τ' αντόδια να βαστούσι.
Όσοι καταλυθήκανε 'ς τα όρη κ' εις τα δάση
ποιος είν' απού θα σας τσοι πη και θα τσοι λογαριάση;
Ακούσετε να σάσε πω τα πάθη τα δικά μας:
'Σ την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας,
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε,
ξυπόλυτοι κι' ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε.
Κ' είχαμε θάρρος εις εσάς, τσοι βασιλείς τσοι Φράγκους,
κ' εδά μας αδικήσετε κι' αφήκετέ μας σκλάβους.
'Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι,
και να ρθ' ο φοβερός κριτής ούλους να μάσε κρίνη,
τα τάγματ' ούλα τ' ουρανού τριγύρου ν' ακλουθούσι,
τα πάθη τω Χρισθιανώ τάδικα να γροικούσι,
νά ρθουνε με παράπονο κ' οι Κρήτες να σταθούνε
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' άδικά των να πούνε,
τότες ν' άποκριθήτ' εσείς, Αγγλία και Γαλλία,
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!
"Τώρα αποφασίσανε κ' εκάμανε συθήκη,
πως να ναι πάλι αραγιάς του Μισιριού η Κρήτη".
"Φύγετε! Φύγετ', άστε μας! μα μεις θε να σκεφτούμε,
γη ούλοι θ' αποθάνωμε, γη θα λευτερωθούμε.
Θε μου και συ, πώς το βαστάς; εις τη σκλαβιά ακόμη,
ούλοι λευτερώθηκανε, κ' η Κρήτη να ναι μόνη".
Έρχουνται πλοία φράγκικα και πάνε 'ς τη Γραμπούσα
και βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς, όπου την εβαστούσα.
Και Μισιριώταις φέρνουνε κ' εις τα χωριά χτυπούσι,
φορούνε ρούχα κόκκινα και τούμπανα βαστούσι.
Καθίζουν σε μερκά χωριά και κάνουνε κρισάδες,
και τυραννούν τσοί Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τς αραγιάδες
Β'
'Σ τα χίλια οχτακόσια 'ς τα τριάντα,
'ς τς οχτώ του Σεντεμπριού ήρθ' η γι αρμάδα.
Και βγαίνει 'ς τ' Ακρωτήρι, σιργιανίζει,
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,
τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.
«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».
Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις.
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα
εγράψανε παράπονα μεγάλα.
«Όρη, βουνά, και τρύπαις και λαγκάδια,
γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια,
τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι,
για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι».
Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι,
κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω
εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω.


Αφήνω γεια στις όμορφες

Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
και γω θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα.
Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη, η Βλάχα η παινεμένη,
πωχω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια,
στο 'να βουνό είν' τα πρόβατα, στ' άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυό βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν.
Οι έξι αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα
και στον αφρό του γάλακτος τρία κορίτσια πλένουν.
Η μία πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε τη Βλάχα.


Το Πραστιώτικο σπαθί και ηρωισμός των Τσακώνων

"Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα
δώστε μαντάτα στο βοριά σ' όλα τα βιλαέτια,
πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες
θα 'ρθουν τα τσακωνόπουλα κι ο καπετάν Γεωργάκης
να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι".


Όλυμπος κι ο Κίσαβος

Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, τα δυό βουνά μαλώνουν,
το ποιό να ρίξει τη βροχή, το ποιό να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Ολυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Ολυμπος και λέγει του Κισάβου:
«Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Eγώ ειμ' ο γέρος Ολυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος.
Εχω σαράνταδυό κορφές κι εξήνταδυό βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Εχω και το χρυσόν αιτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
«Ηλιε μ', δεν κρους τ'αποταχύ, μον' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου».


Του Κίτσου η μάνα

Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο' 'χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν' να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον' κλαίς τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;»


Tης Λένως Μπότσαρη

Ολες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκανοι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν' πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ' άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».


Η Σκλάβα Πόλη
(Κωνσταντίνου Μάνου)

Η σκλάβα η Πόλη κάθεται στο Βόσπορο και κλαίει
Κι ο φιδωτός ο Βόσπορος την συμπονεί και λέει :
«Πες μου κυρά μου ζηλευτή, πεντάμορφη κυρά μου,
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Σαν τι είναι που μου ζήτησες κι εγώ να μη στο φέρω
Μήπως σ' ελύπησα ο φτωχός και δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασεν ημέρα,
που να μη σούφερα σκυφτός δώρα απ τον κόσμο πέρα.
Τα μύρα της Ανατολής και τα μεταξωτά της
Και τα χαλιά τα ατίμητα, τα μυριοπλουμιστά της
Και της Φραγκιάς τα ασημικά, και τα χρυσά στολίδια,
Και τα άλλα της τα ξακουστά, τα τόσα της παιχνίδια,
Πες μου λοιπόν γιατί μου κλαις, πεντάμορφη κυρά μου,
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;»
«Στα κάτασπρα τα πόδια μου δεν πέρασεν ημέρα
που να μη μούφερες σκυφτός δώρα απ τον κόσμο πέρα.
Μον ένα δώρο ολημερίς κι ολονυχτίς προσμένω,
Κι ακόμα δεν μου τόφερε το κύμα σου αφρισμένο
Μον ένα δώρο λαχταρούν τα μάτια μου και κλαίνε,
Ατίμητο στα ατίμητα -ελευθεριά το λένε.»
Ο Βόσπορος που τάκουσε κυττάζει την κυρά του
Κι αναστενάζει θλιβερά στα γαλανά νερά του.


Η μάχη στο Βαλτέτσι 1821

Βαλτέτσι μου περήφανο
και χιλιοδοξασμένο,
πού είναι οι λεβέντες σου
που όλο τους περιμένω
ναρθούνε να χορέψουνε
στης Παναγιάς τη χάρη
στου Βαλτετσίου τον πλάτανο
να ρήξουν το λιθάρι
ν' αναδειχτούνε στο σπαθί
και στο καλό σημάδι,
ν'αναδειχτούν και στο χορό,
ποιός είναι παληκάρι.
Εδώ που μαζευτήκανε
όλοι οι καπεταναίοι
της Μάνης ο Πετρόμπεης
και Κολοκοτρωναίοι
κι' όλοι λεβέντες του Μοριά
που ήτανε γενναίοι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
ψηλά απ'το Ρεζενίκο
γειά σου Κολοκοτρώνη μου
πώς να σαλησμονίκω
κράτα ρε Μήτρο Πέτροβα
του κούκου το ταμπούρι
σας φέρνουμε ζεστό ψωμί
κρασί να πιείτε ούλοι.
Σας φέρνω και αρνιά ψητά
βαρώντας το νταούλι
ετάξανε στην Παναγιά
στην Παναγιά Παρθένα
από τα παλικάρια τους
μη σκοτωθεί κανένα.
Τότε στη μάχη ρίχτηκαν
μες το Βαλτέτσι ούλοι
και πήρανε τη λευτεριά
για να μη ζούνε δούλοι
μας χάρισαν τη λευτεριά
και μεις δεν ζούμε δούλοι
έφτασε κι' ο Νικηταράς
με το σπαθί στο χέρι
πέντε πιστόλες κράταγε
κι αστρακτερό μαχαίρι
στην ρεματιά του Βαλτετσιού
τους έκανε καρτέρι
γεια σου μωρέ Νικηταρά
άλλον δεν είχες ταίρι
είχες στα πόδια σου φτερά
κι όλη τουρκιά το ξέρει
έτσι παιδιά μου τέλειωσε
η μάχη στο Βαλτέτσι
τους Τούρκους τους εκλείσανε
σαν κότες στο κοτέτσι
τους κλείσαν στην Τριπολιτσά
προτού ο ήλιος πέσει.
Εσείς που δοξαστήκατε
στις δώδεκα του Μάη
εμείς θα σας γιορτάζουμε
αιώνια κάθε Μάη
στεφάνια θα σας φέρνουμε
με λουλούδια του Μάη
δάφνες, σγουρό βασιλικό
πανθήζουνε το Μάη.


Σαράντα παλικάρια

Σαράντα παλικάρια
από τη Λει- από τη Λειβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά


Λάμπει ο ήλιος στα βουνά

Λάμπει ο ήλιος στα βουνά,
λάμπει και στα λαγκάδια,
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά,
οι Κολοκοτρωναίοι
με τα μπαϊράκια τα χρυσά,
τις ασημένιες πάλες,
όπου δεν καταδέχονταν
τη γης να τη πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί,
καβάλα πολεμάνε
καβάλα παν στην εκκλησιά,
για να λειτουργηθούνε.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά,
φλωριά ρίχνουν στους ΄Αγιους
και στον αφέντη το Χριστό
τις ασημένιες πάλες.
- Χριστέ βλόγα τις πάλες μας,
βλόγα μας και τα χέρια.


Της Δέσπω Μπότση

-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.


Το τραγούδι του Αθανάσιου Διάκου

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ'άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες".
Ο Διάκος σαν τ'αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψιλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δώσ'τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
πούναι ταμπούρια δυνατά κι'όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε...


Μακρυγιάννης
(Σικελιανός)

1. Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε
απ' τις σκόνες σκεπασμένο, το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο, Μακρυγιάννη,
2. Κι απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Απ' τη μια, τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
"Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω
μα εγίναμε πουλιά και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε".
3. Κι απ' τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη:
"Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και τον θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
που για τούτο, το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω".
4. Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε απ' το χώμα αυτήν τη σπάθα
και τέτοια διάβασε απάνω της βαγγέλια...


25η Μαρτίου 1821
(Σπεράντζας Στέλιος)

1. Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η Μοίρα σ' έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύης στους αιώνες.

2. Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη γή σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα
3. Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων μαύρη σκιά τ' άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνη.
4. Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα

5. Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,

6. Τινάχτης, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτης την αιτία
για να μετρήσης του κακού, που φρένα λύνει

7. Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.

8. Και φώναξες τρανά "Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου".


Η 9η Ιουλίου του 1821
(Βασίλη Μιχαηλίδη)

Ο Τούρκος ότι τζι' έφυεν τζι' εμείναν μανισιοί τους,
εγονατίσαν ούλοι τους για να προσευκηθούσιν,
τζι' ούλοι εκλαμουριστήκασιν, τζιαι τζιείν' η προσευκή τους
ήτουν που μέσα στην καρδκιάν την ώραν που πονούσιν.
Στην υστερκάν της προσευκής έτσι γονατισμένοι
είπαν κλαμένοι σιανά τζιαι με φωνήν κομμένην:
"Θεέ μου, τζιαι συχχώρησε τους λας που μας μισούσιν,
Θεέ μου, τζιαι ξησκλάβωσε την άχαρην φυλήν μας,
Θεέ μου, τζιαι στερέωννε τους λας που πολεμούσιν,
Θεέ μου, τζιαι συχχώρα μας τζιαι δέχτου την ψυσιήν μας!"


Κωνσταντίνος Κανάρης
(Αλέξανδρος Πάλλης)

Όλη η βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
"Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!"
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
"Ποιός είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συμβουλές μας δίνει;"
Να τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κ' εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
κ’ είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
"Να πώς με λέν έμενα".


Εις τον Ιερόν Λόχον
(Ανδρέας Κάλβος)

Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Ας το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Αλλα αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε
και τας χρυσάς ελπίδας
και την ημέραν
επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιο βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.
Πολλά μεν σκοτεινά
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
το της αθανασίας
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.
Έλληνες της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;
Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης έρχεται
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κ' έθνη.
Αλλ' ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
Αυτού, αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα και σκήπτρον
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα,
και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν:
τον ένδοξον Λόχον,
τέκνα, μιμήσατε,
Λόχον Ηρώων.


Ελεύθεροι πολιορκημένοι
(Διονυσίος Σολωμός - απόσπασμα)

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.


Κανάρης
(Κώστας Καρυωτάκης)

Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλη
κόσμου που επόνει.
Ήρωες χρόνοι!
Και πως εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.


Το κρυφό σχολειό
(Ιωάννης Πολέμης)

Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».


Η Φυγή
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βρυώνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.
»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Κάτου απ’ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ’ν’ λιθάρια.
»Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.
»Βρυώνη, πρόφθασε? ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ’ άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.
»Δεν τόνε βλέπετε, σα Χάρος φθάνει
ψηλ’ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετ’ επάνω μου σα να ’ναι φιό.
»Τ’ άλογο! τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει...
Άστρα, λυτρώστε με? αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι.»
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Βοριά.
Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τ’ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη...
Κρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!...
Ο Λάμπρος το ’βλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Άτι περήφανο, να σ’ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».
Ωστόσ’ ο Αλήπασας, από τον τρόμο,
τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
το άτι χάθηκε με τον Αλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα?
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια?
αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.
Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι?
όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.
Τ’ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είν’ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.
Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τ’ Αλήπασα τα γένια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κ’ εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του?
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ’ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
Κ’ εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Τ’ αυτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί.
Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Τ’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,
και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει
αν κείν’ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασ’ ο Αλήπασας, καίετ’, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.
Τ’ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο.
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές...
Αχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βιζίρη Αλή».
Κ’ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούετ’ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:
«Βοήθα με,» φώναξε, «Ομέρ Βρυώνη!»
Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.


Κανάρης
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Τη νύχτα που παράδερνες μ' ένα δαυλί 'ς το χέρι
Κ' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Τη ματωμένη επλεύρονες, Κανάρη, ναυαρχίδα,
Αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Μέσα 'ς τη μαύρη τη σπηληά του Καραλή του σκύλου,
Κανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά 'λθη ώρα
Να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ' ετοιμοθάνατη, ― ότ' ήθελες φωτίσει
Μ' αυτό τ' αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Κανάρη, 'ς τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ' η χάρη
Να ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν' αναβράνε
Μέσ' απ' τα φυλλοκάρδια του κι' αθάνατα θα νά 'ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός 'ς τα λείψανά σου
Να σε φιλήση εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλειάς σου, ―
Αν ένας μάντις τά 'λεγε ποιός ήθε' τον πιστέψει;…
Μόνος εσύ, πού γνώριζες ότ' είχανε φυτέψει
Βαθειά, βαθειά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Την πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη…
Αυτή, Κανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
Κ' έδωσε 'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;…
Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ' είδ' ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα 'ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ' εφίλησα τ' ανδρεία σου, Κανάρη,
Τα λιοκαμμένα δάχτυλα κ' ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Μου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου
Και μού 'πες, λειονταρόκαρδε, ―«Μην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Κι' απέθανες! κ' εσβύστηκες!… Τα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη
Ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Και μάχεται με τα στοιχειά… Και συ και συ, Κανάρη,
Πού 'λθες 'ς τη γη θεόχτιστος κι' όπ' όταν εθεωρούσε
Το χιόνι 'ς το κεφάλι σου κανείς π' ασπροβολούσε,
Επίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Με την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Εσύ σωριάζεσαι με μιας;… Μέσα 'ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…
Κατάρ' ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Νά 'ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά 'ν' η ζωή μας στείρα.


Ο βράχος και το κύμα
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

"Μέριασε, βράχε να διαβώ! - το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο - μέριασε, μες στα στήθη μου, πούσαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι΄άρματα, κούφια βοή γι΄αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, πούπε τώρα, βράχε, θα πέσης, έφθασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ΄εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδή την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ΄εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ΄έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα και την πληγή που σ΄άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδής τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη, τα θέμελά σου τάφαγα, σ΄έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήση στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι"...
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, του φεγγαριού, που ΄ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν'
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα ν΄αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήση' και σήμερ΄ανατρίχιασε, λες θα ψυχομαχήση.
"Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιός είσαι συ και τόλμησες αντί να με δροσίζης,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνης και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένης, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ΄αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω".
"Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ΄επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ΄ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κύτταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του ’δη μου τ΄αχνάρια...
Μ΄έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ΄έρριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου το περιγέλασαν πολλοί και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμ΄εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω μπρος σου!"
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει, σαν νάταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγηξε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κ΄εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ΄ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα, που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.


Ευαγγελισμός - Ελληνισμός
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει έν' άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί...
Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός...
Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τα σιδερά είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά έν' άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ' η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ' αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται...Βγαίνει πετά στα όρη...
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
«Ξυπνάτε εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ' όλα τα κάλλη τ' ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στη καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να 'στε.


Ο Δήμος και το καριοφύλι του
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ, αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλέουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδριά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθήτ' εδώ τριγύρω μου, σταθήτ' εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν' από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
Ας πάρει το τουφέκι μου, τ' άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
"Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
"Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ' άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ' του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ' ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...
Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ' ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.


Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε' Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδες;...
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;...
Ολόγυρα σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' αγριωμένη
από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα,
πατέρα μου, σ' εδέχτηκε... Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ' άγιο πρόσωπο σου
τ' άτιμα τα ραπίσματα... το βόγγο... τη λαχτάρα...
του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα...
την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν' οι ξένοι
το αίμα σου έγλυφαν κρυφά στα νύχια του φονιά σου...
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου...
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ' ανάστησε η αγάπη μας κ' εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κ' αιώνια θα να ζήση,
νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ' Ανατολή και Δύση...
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!...
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκειαίς, πατέρα
πετούν οι ώραις αμέτρηταις στου τάφου το λιμάνι...]
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη...
Πενήντα χρόνοι πέρασαν κι' ακόμη η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά... Μετα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι' ο τάφος σου και στο μνημόσυνο σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες... Γέροντα τι σου λείπει;...
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου;...
Ποιος είν' ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;...
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι' από το γέρο Δούναβη ως τ' άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα... Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα.
Εβρόντουν κι' άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια...
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ' αχόρταγα τα χέρια,
κ' ήταν ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια...
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη...
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ' οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ' εσκότωσε την πλάση...
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βορειά και μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
και με φωνή, που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερρέκαξε κ' εβρόντησε... "Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη σ' άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!"...
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι' από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ' άτιμο το σχοινί σου
κ' έγεινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου...
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;...
Αναστηλώνεται ο Μωρηάς... Η Ρούμελη μουγκρίζει...
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντού παράπονο βαθύ και αλαλαγμοί και θρήνοι...
Διαβαίνει μαύρ' η άνοιξη. Τα ρόδα σας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκιασμένα
αφίνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα...
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα... Πάσα ματιά σου σφάζει...
Διωγμέν' από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα... κι' ο Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει...
Φλόγα παντού και σίδερο... δεν θ' απομείνη λόθρα...
Στην Κιάφα νεκρανάσταση... στου Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δε μένει ασάλευτη... κλαρί χωρίς κρεμάλα...
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα...
Κι' όταν το χέρι εχόρταινε κ' έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνη το σπαθί στη θήκη ξαπλωμένο,
εφώναζε ο αντίλαλος... "Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη σ' άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!".
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα... Καπνίζει το Ζητούνι...
κ' η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τάλογο, να μυριστεί τ' αγέρι
που, ταχυδρόμος τ' ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του...
Ο γυιός τ' Ανδρούτσου στη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
κ' επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βρυώνη...
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στην Σάμο
και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει... "Πολεμάρχοι!...
Εκδίκηση... άσπλαχνη... παντού... Κρεμούν τον Πατριάρχη!".
Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι
του Βότσαρή μου την ψυχή για να σε προσκυνήση
σου στέλλει αιματοστάλαχτη... Στον τάφο του κλεισμένο
το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τάρματα, δε γέρνει το κεφάλι...
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του,
και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του
και θάφτεται ολοζώντανο... Στο διάβα του τρομάζουν
τ' αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν...
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι,
πώμεινε ακόμα πράσινο, τ' αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε... Χορτάσαν οι κοράκοι...
Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι...
Θερίζει τ' άσπλαχνο σπαθί κι' ο πάγος σαβανώνει...
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ' αχόρταγο λαρύγγι...
Ο κόσμος ανταριάζεται... Και τα σκυλόδοντα του
ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του
στου Ναβαρίνου τα νερά... και φεύγει... Ανάθεμά τον!...
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ' αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη...
Μ' αυτά... μ' αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλειά μας,
κ' εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
π' ανθοβολούν τριγύρω σου... Γιατί τα δάχτυλά σου
ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;...
Στ' ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ' από την Ελλάδα
ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
π' ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
τα σφραγισμένα χείλη σου ν' ανοίξη να γλυκάνη...
ούτε το φως το ακοίμητο που στο πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;...
ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια...
ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα,
και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;...
Τι θέλεις, γέροντ', από μας;... Δε νοιώθεις μια ματιά σου
πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι' από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάσταινε ζωή;... Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;...
Δε φέγγει μες το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;...
Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα
ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό του στόμα...
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
το φοβερό μας κήρυγμα... "Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!"...


Ματρόζος
(Γεώργιος Στρατήγης)

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γερο- Καπετάνος,
που ακόμα και στον ύπνο του τον έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν τ’ αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες Πατρίδα μου χρυσή,
είναι από εκείνους που έβαλαν στη κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου άλλα,
μα κείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με το δαυλό την ιστορία μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίκτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
με καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ’χε ναύτες του, με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ’λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
« Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ’ αποθάνω»,
στο τέλος πάντα μου ’λεγε μ’ έν’ αναστεναγμό,
« Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
απ’ έξω απ’ την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που’ χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη».
Πέντε – έξη ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ’ απ’ το νησί και πως ερχόταν πρώτα.
«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;». «Ποιός Κωνσταντής;». «Αυτός..ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ στο υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε στο φτωχοκομείο!».
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλικαριού:
« Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα! ».
Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να ιδεί ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να ’ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει μ’ όνειρο μαζί και παραμύθι.
Τον κοίταξε, τα μάτια του μες τα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνιο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος το γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
«Δε με θυμάσαι Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...»
«Ποιος το ’λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει,
«τον καπετάνιο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...»
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
«Ποιος είσαι καπετάνο μου; Και ποιο ’ναι το νησί σου;».
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό.
«Πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε θυμήσου
απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό».
«Μήπως στη Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στη Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;».
«Απ’ έξω απ’ τη Τένεδο…πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ’ τη στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω, Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια..
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ…
Χρόνος δεν ήταν που ’καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα,
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…»
Απ’ έξω απ’ την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
και συ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλιστρούσες και στον κρότο.
Σε καμαρώνω από μακριά…κι οι ναύτες κι οι λοστρόμος
μ’ εξόρκιζαν να φύγουμε, τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι,
θάρρος στους ναύτες σου έδινες…δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και « Όρτσα! Μάϊνα τα πανιά! » φωνάζω στα παιδιά μου.
Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες… μ’ αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε, η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σα δελφίνι γρήγορα και κείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάξανε: «Τι κάνεις Καπετάνο;»
Και ’γω τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…»
Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο…
Κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε, θυμάσαι; σου φωνάζω,
«Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς», μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
άλλους ν’ ανέβουν… έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω
και σ’ έσωσα κι εφύγαμε… μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...»
«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την Άνοιξη το λειώνει.


Θούριος
(Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής)

Ώς πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι' αν σοι πη,
Kι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι' Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας
προς τον Oυρανόν, κάμνουν τον όρκον .
Όρκος κατά της Tυραννίας, και της αναρχίας.
Ω Bασιλεύ του Kόσμου, ορκίζομαι σε σε,
Στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
Eις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον Kόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
Aχώριστος για νάμαι, υπό τον Στρατηγόν.
Κι' αν παραβώ τον όρκον, να στράψ' ο Oυρανός,
Kαι να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Tέλος του Όρκου.
Σ' Aνατολή και Δύσι, και Nότον και Bοριά,
Για την Πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
Στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι' Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
Aράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
Πως είμασθ' αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στη ξενητιά,
Στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πια.
Kαι όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν,
Eδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.
H Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς,
Tους δίδει βιο, και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ώς πότ' Oφφικιάλος, σε ξένους Bασιλείς.
Έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα, κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,
Aδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
Eκείνοι και δικοί μας, αν είναι ας χαθούν.
Σουλλιώταις, και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ώς πότε σταις σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
Kι' Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,
Kαι αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Xριστιανοί,
Mε τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή.
Tο αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
Mικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
O βάρβαρος ώς πότε, θε να σας τυραννή.
Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
Xωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς κ' εσείς μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των Nησιών,
Σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης, και της Νίδρας, θαλασσινά πουλιά,
Kαιρός είν' της Πατρίδος, να κούστε την λαλιά.
Κι' όσ' είστε στην Aρμάδα, σαν άξια παιδιά,
Oι Nόμοι σάς προστάζουν, να βάλλετε φωτιά.
Μ' εμάς κ' εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί,
Kατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει σας πονεί,
Zητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον εκστατικός;
Tεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Tους μπούφους, και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
Mε τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σηλίστρα, και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κυλί,
Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματά σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν,
Γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν 'μπορούν.
Γγιουρτζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
Tον Mπρούσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς,
Πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Mε τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
Στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιργιού ασλάνια, για πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ένα Mπέι, κάμετε Bασιλιά.
Xαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,
Για να ψοφήσ' ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Kτυπάτε του τυράννου, την ρίζαν να χαθή.
Ν' ανάψωμεν μία φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
Nα τρέξ' από την Μπόσνα, και ώς την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον Σταυρόν,
Kαι σαν αστροπελέκια, κτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
Kαρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγώ κι' αυτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τον έκαμαν να διή,
Πως δεν 'μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ' εχθροί.
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια,
T' άρματα και να βγούμεν, απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Kαι Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Kαι στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
O Kόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
K' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Πέρας μεν ώδε,
H δε αυ πράξις τέρας.


25η Μαρτίου

Πατρίδα μου τρισένδοξη, μάνα λεβεντογέννα,
σήμερα που γιορτάζουμε ως κάθε σου μεριά,
θυμίζεις σε όλα τα παιδιά τ' άφθαστο εικοσιένα,
την Άγια Λαύρα, τον ραγιά, τον γέρο του Μωριά.
Σαν σήμερα πατρίδα μας, πήρες το καριοφύλλι
κι η λευτεριά στο χώμα σου θρονιάστηκε ξανά,
οι εχθροί με μιας ετρόμαξαν, σε θαύμασαν οι φίλοι
και με το φως σου έλαμψαν θάλασσες και βουνά!
Οι θάλασσες σου έγιναν καινούρια Σαλαμίνα
και Θερμοπύλες έγινεν η κάθε σου στεριά,
μα απ' την ηρώων τα κορμιά, στα χρόνια σου εκείνα
ξεπρόβαλε πανέμορφη ξανά η Λευτεριά.
Και έμεινες αδούλωτη κι αθάνατη μας χώρα,
πιστή μπρος στην πανάρχαια βαριά κληρονομιά,
και χαίρεσαι τα τέκνα σου και βασιλεύεις τώρα
κι είν' υπερήφανη για σε η νέα σου γενιά!


Θαυμάζω την Ελλάδα μας

Θαυμάζω την Ελλάδα μας
μ’ όλες τις ομορφιές της.
Μα πιο πολύ απ’ όλα της
τις θρυλικές μορφές της.
Θαυμάζω όλους τους ήρωες,
τα παλικάρια όλα,
που διώξανε τον τύραννο
από αυτή τη χώρα.
Θαυμάζω το Νικηταρά
τους Κολοκοτρωναίους
τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μας
κι όλους τους Τζαβελλαίους.
Θαυμάζω τις Σουλιώτισσες,
το Ζάλογγο θαυμάζω!
Το Μεσολόγγι σκέπτομαι
κι αλήθεια ανατριχιάζω.
Θαυμάζω τους νησιώτες μας
τα παλικάρια εκείνα
Μιαούλη, Κανάρη Κωνσταντή
κι αυτή τη Μπουμπουλίνα.
Του Διάκου την υπέροχη
την αρετή θαυμάζω
και με συγκίνηση βαθειά
το λέω και το φωνάζω.
Είμαι εγώ Ελληνόπουλο
απ’ ένδοξους προγόνους
φέρω βαριά κληρονομιά
από χιλιάδες χρόνους.
Έχω κι εγώ όπως αυτοί,
αγάπη στην Πατρίδα
λατρεία εις τη Λευτεριά
και πίστη στη θρησκεία.


Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Εθνικός Ύμνος

Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» , τον Μάιο του 1823 στην Ζάκυνθο.
Το 1828 ο Νικόλαος Μάτζαρος τον μελοποίησε και το 1864 καθιερώθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.
Άργειε να 'λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.
Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οί σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή
Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
οσα αίσθάνετο ή χαρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.
Μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανο.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.
Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,
Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.
Οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται
πως. του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.
Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.
Ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν' πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!
Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
Μέτρα! Είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν,
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει. αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί.
Και οι βροντές, και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράστεναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο απο τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι,
από τούρκικην οργή.
Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα
αστάχια εις τους αγρούς.
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό.
Εάν οι άνεμοι μές στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.
Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
κι άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικα,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δέν μείνει ένας ζωντανός.
Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
Και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.
Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει. έως πότε οι σκοτωμοί;
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι.
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι.
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
Είς τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τά βελάσματα το άρνί.
Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας.
τα παιδιά σας θέλ' ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.
Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.
Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυχοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
«σ' αυτό», εφώναξε, «τo χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή.
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
Ποιοί είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Επετάχτηχες εσύ!
Α, το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.
Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
"Εγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα έγώ.
πέστε, πού θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.
Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή"».
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού Του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήσει
ή με σε να μετρηθεί;
Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.
Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σάν νά ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροη
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
να αποφύγετε; Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτο.
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.
Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμενες
για την ύστερη φορά.
Σβιέται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή -
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
Έτσι ν' άκουα να βουΐξει
το βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα αγαρηνό!
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά.
Σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται, και πλιο.
Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολύ φλοίσβισμα και αφρός
Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι μισητοί.
Το Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν.
Και πηδούν όλες οι κόρες
με τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ήλιου,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο γιά σέ.
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καίς.
Μ' επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί.
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κες τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
Όλοι κλάψτε, αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ωσάν νά 'τανε φονιάς!
Έχει ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα.
λες πως θε να ξαναβγεί.
Η κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
Η καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάχτυλο η θεά.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:
«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.
Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σας τυραννεί.
Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά".
Τέτοια αφήστενε φροντίδα,
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί.
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία:
"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!
Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά.
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!"».


Περισσότερα θέματα για την 25η Μαρτίου εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)