Η γλώσσα του κειμένου - Σημειώσεις για την Έκθεση της Γ ' Λυκείου

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0


ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ-ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Ενεργητική σύνταξη έχουμε όταν το ρήμα της πρότασης είναι ενεργητικής φωνής. Δίνεται έμφαση στο υποκείμενο που ενεργεί, και το γραμματικό υποκείμενο στη σύνταξη αυτή συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο. Το νόημα είναι συγκεκριμένο και σαφές.
π.χ. Ο Υπουργός όρισε το Γενικό Γραμματέα του υπουργείου του.

Παθητική σύνταξη έχουμε όταν το ρήμα της πρότασης είναι παθητικής φωνής. Ο εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση από και αιτιατική λέγεται ποιητικό αίτιο. Δίνεται έμφαση στην πράξη του υποκειμένου, στο γεγονός, και το λογικό υποκείμενο δηλώνεται έμμεσα, δηλαδή με το ποιητικό αίτιο. Το νόημα γίνεται γενικό, αόριστο, ασαφές αλλά αποκτά ποικιλία η πλοκή του λόγου.
π.χ. Ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου ορίστηκε από τον Υπουργό.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
Τονίζεται το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος, με άλλα λόγια το πρόσωπο ή το πράγμα που δρα.
Τονίζεται η δράση που προέρχεται από το ποιητικό αίτιο, το οποίο είτε διατηρείται είτε παραλείπεται.

Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν:
α) εννοείται εύκολα,
β) είναι άγνωστο,
γ) δεν θέλουμε να το δηλώσουμε.
Στο παράδειγμα «ένας φοιτητής δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη», ο ομιλητής ή δεν ήξερε το δολοφόνο ή σκόπιμα το αποσιώπησε.
Είναι δυνατή η μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική ή το αντίστροφο.
·         Η θεοποίηση του χρήματος παραλύει τις ηθικές αντιστάσεις και πυροδοτεί την κοινωνική παθογένεια.
·         Οι  ηθικές  αντιστάσεις  παραλύονται  από  τη  θεοποίηση  του  χρήματος  και πυροδοτείται η κοινωνική παθογένεια.

Μετατροπή ενεργητικής σύνταξης σε παθητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
1. Το αντικείμενου του μονόπτωτου μεταβατικού ρήματος

π.χ. Ο γεωργός οργώνει το χωράφι.



Υποκείμενο του παθητικού ρήματος

Το χωράφι οργώνεται από το γεωργό.
2. Το υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος

π.χ. Ο υπουργός υπέγραψε την απόφαση.


Ποιητικό αίτιο του παθητικού


Η απόφαση υπογράφτηκε από τον υπουργό.

3. Το ρήμα της ενεργητικής φωνής


Παθητικής φωνής στον ίδιο χρόνο ***
4. Αν το ενεργητικό ρήμα είναι δίπτωτο

π.χ. Το σχολείο του έδωσε βραβείο.


Το έμμεσο αντικείμενο συνήθως διατηρείται, μπορεί όμως να γίνει εμπρόθετο.

Του δόθηκε βραβείο από το σχολείο.

5. Αν το ενεργητικό ρήμα παίρνει δύο αιτιατικές, τη μία αντικείμενο και την άλλη κατηγορούμενο αντικειμένου

π.χ. Οι πολίτες εξέλεξαν τον Χ βουλευτή



Το αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος γίνεται υποκείμενο του παθητικού σε πτώση ονομαστική, ενώ το κατηγορούμενο αντικειμένου γίνεται κατηγορούμενο
υποκειμένου σε πτώση ονομαστική

Ο Χ εκλέχθηκε από τους πολίτες βουλευτής

Σημείωση: Τα ρήματα που έχουν μόνο παθητική φωνή (αποθετικά) αντικαθίστανται από συνώνυμο ή περίφραση, το ένα μέρος της οποίας προέρχεται από το θέμα του ρήματος.

π.χ. Οι πολίτες πρέπει να σέβονται τους δημοκρατικούς θεσμούς
Οι δημοκρατικοί θεσμοί πρέπει να γίνονται σεβαστοί από τους πολίτες.



ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Η επιλογή του ρηματικού προσώπου είναι καθοριστική και συνδέεται άρρηκτα με το σκοπό της σύνταξης και το είδος του κειμένου που διαβάζουμε. αναλυτικότερα:
·         α’  ενικό: προσδίδει στο κείμενο προσωπικό, εξομολογητικό τόνο/εκφράζει προσωπικές   εκτιμήσεις με τη χρήση του το ύφος του κειμένου αποκτά αμεσότητα, εκφράζεται οικειότητα/οι σκέψεις προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.
·         β’ ενικό: προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο/χρησιμεύει για να γίνει ο λόγος πιο πειστικός.
·         γ’ ενικό: καθιστά το μήνυμα γενικόλογο/προσδίδει καθολικό κύρος/αποφεύγει την άμεση  αναφορά, καθιστώντας το μήνυμα υπαινικτικό/αποστασιοποιεί το συγγραφέα από τη συμμετοχή και τον καθιστά αντικειμενικό παρατηρητή/οι επισημάνσεις του φαίνονται αναμφισβήτητες, γενικώς αποδεκτές.
·         α’ πληθυντικό: η χρήση του αποπνέει  συλλογικότητα, ενώ ο λόγος αποκτά αμεσότητα/ο  συγγραφέας μετέχει/συγγραφέας και αναγνώστης έχουν κοινή οπτική γωνία-δημιουργείται μια αίσθηση οικειότητας (αμεσότητα) ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη/απόδοση  συλλογικής  ευθύνης/τονίζεται η ανάγκη για δραστηριοποίηση των αρμόδιων φορέων.
·         β’ πληθυντικό: προσδίδει ζωντάνια στο λόγο/συναισθηματική προσέγγιση.
·         γ’ πληθυντικό: αντικειμενικότητα.



ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Οι ρηματικοί χρόνοι φανερώνουν τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) καθώς και τον τρόπο ενέργειας (εξακολουθητικά, συνοπτικά, συντελεσμένα). Συγκεκριμένα:

·         Ο ενεστώτας χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
o        κάτι που γίνεται στο παρόν και βρίσκεται σε εξέλιξη,
o        κάτι που συμβαίνει διαχρονικά (γνωμικός ενεστώτας),
o        κάτι που αναμφισβήτητα θα συμβεί (τίθεται αντί του μέλλοντα),
o        ζωντάνια στην αφήγηση (ιστορικός ενεστώτας αντί αορίστου),
παραστατικότητα (αντί παρατατικού).

·         Ο παρατατικός φανερώνει ότι κάτι γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά, με διακοπή ή χωρίς.

·         Ο στιγμιαίος μέλλοντας δηλώνει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον και παρουσιάζεται συνοπτικά.

·         Ο εξακολουθητικός μέλλοντας γνωστοποιεί ότι κάτι θα γίνεται στο μέλλον με διακοπή ή χωρίς.

·         Ο συντελεσμένος μέλλοντας διευκρινίζει ότι κάτι θα γίνει πριν από μια χρονική στιγμή του μέλλοντος.

·         Ο αόριστος χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
·       κάτι που έγινε στο παρελθόν και παρουσιάζεται συνοπτικά, ανεξάρτητα με το αν κράτησε πολύ ή λίγο,
·         κάτι που συμβαίνει συνήθως (γνωμικός αόριστος),
·         κάτι  τόσο  βέβαιο,  ώστε  ο  πομπός  θεωρεί  ότι  έχει  ήδη  συμβεί  (αντί  για μέλλοντα).

·         Ο παρακείμενος δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει στο παρελθόν, εξακολουθεί όμως να υπάρχει συντελεσμένο και στο παρόν.
·         Ο υπερσυντέλικος καταδεικνύει ότι κάτι ήταν συντελεσμένο πριν από μια χρονική στιγμή του παρελθόντος.



ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ

Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Φανερώνει το πραγματικό, το βέβαιο καθώς και το δυνατό, το πιθανό, ευχή, παράκληση.
Συνοδεύεται από τα μόρια να, ας και τους συνδέσμους αν, όταν, πριν, μόλις, να μη, μήπως

και φανερώνει κάτι ενδεχόμενο ή επιθυμητό καθώς και προτροπή, παραχώρηση, ευχή, το δυνατό, το πιθανό, απορία, προσταγή ή απαγόρευση.
Φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή, αλλά μπορεί να διατυπωθεί και ως προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή.







Η ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ


Η κανονική σειρά των λέξεων

Σε μια πρόταση κανονικά προηγείται το ονοματικό σύνολο που λειτουργεί ως υποκείμενο και ακολουθεί το ρηματικό σύνολο με τους προσδιορισμούς του, σύμφωνα με τους παρακάτω συνδυασμούς:

1. Υ – Ρ
2. Υ – Ρ – Κ
3. Υ – Ρ – Α
4. Υ – Ρ – Α – Α
5. Υ – Ρ – Α

Η σημασία της αλλαγής της κανονικής σειράς των λέξεων ή των συνόλων

Η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ελευθερία και δίνει τη δυνατότητα προσωπικών επιλογών και αποκλίσεων από την κανονική σειρά. Όμως κάθε αλλαγή σημαίνει και αλλαγή του νοηματικού κέντρου βάρους. Συνήθως στις προτάσεις προηγείται αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, ο σημαντικότερος ή πιο ενδιαφέρων κατά τον πομπό όρος:

1. Ρ – Υ – Α: έμφαση στην ενέργεια / πράξη
2. Α – Ρ – Υ: έμφαση στο δέκτη της ενέργειας, στο αποτέλεσμα
3. Κ – Ρ – Υ: έμφαση στην ιδιότητα του υποκειμένου

Έτσι η πρόταση: Η έννοια της ελευθερίας πάει να γίνει φασματική για τις μεγάλες μάζες, μπορεί να πάρει τις παρακάτω μορφές:
·         Φασματική πάει να γίνει η έννοια της ελευθερίας για τις μεγάλες μάζες (τονίζεται η ιδιότητα του κατηγορουμένου).
·         Για τις μεγάλες μάζες πάει να γίνει φασματική η έννοια της ελευθερίας (τονίζεται ο εμπρόθετος προσδιορισμός και υπολανθάνει η αντίθεση για κάποιους λίγους προνομιούχους).
·         Πάει να γίνει φασματική η έννοια της ελευθερίας για τις μεγάλες μάζες (τονίζεται η έννοια του ρήματος).



Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

Διερεύνηση και αιτιολόγηση παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης 
(απλή υπόταξη –διαδοχική υπόταξη):

Παρατακτική σύνδεση
Υποτακτική σύνδεση
Συνδέονται ισοδύναμες προτάσεις (Κ+Κ,
Δ+Δ όμοιες) με τη χρήση παρατακτικών συνδέσμων:

συμπλεκτικών (και, ούτε, μήτε..), αντιθετικών (αλλά, όμως, παρ΄..), διαζευκτικών (ή, είτε – είτε), συμπερασματικών (λοιπόν, επομένως…).

Συνδέονται ανόμοιες προτάσεις (Κ+Δ, Δ+Δ
ανόμοιες) με υποτακτικούς συνδέσμους,
αντωνυμίες ή επιρρήματα (ότι, μήπως, ποιος, πότε, επειδή, για να, ώστε, όταν, αν, εάν, και, όπως…).
Ο παρατακτικός λόγος καταρχήν είναι λιτός, απλός, γοργός και κοφτός, ωστόσο, συχνά, δυσχεραίνει το δέκτη να συλλάβει σε βάθος ένα μήνυμα.      

π.χ. Ο συγγραφές υπαινίσσεται την πολιτεία. Η πολιτεία είναι η οριστικά χαμένη, εδώ και σαράντα χρόνια, για τον ελληνισμό πρωτεύουσα της Ιωνίας. Μια από τις λαϊκές συνοικίες της ονοματίζει και ο τίτλος του μυθιστορήματος.
Η υπόταξη είναι πυκνός λόγος, καθιστά το ύφος σύνθετο και αποτελεί δείγμα υψηλού πνευματικού επιπέδου, ενώ προσδίδει πειστικότητα στις απόψεις μας. Ωστόσο, μερικές φορές το ύφος του κειμένου γίνεται δυσνόητο ενώ ενδέχεται να μαρτυρεί και μια τάση επιδειξιομανίας εκ μέρους του
πομπού.

π.χ. Όσοι πάλι πιστεύουν πως ελευθερία χωρίς νόμο δεν είναι ελευθερία, πιθανώς νομίζουν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του και να επιβληθεί στα πάθη του, με αποτέλεσμα να κάνει κακό στους άλλους και στον εαυτό του.


Είναι  δυνατή  η  μετατροπή  της  παρατακτικής σύνδεσης  σε  υποτακτική  και  το αντίστροφο. Επί παραδείγματι:
·         Η αδικοπραγία οφείλεται στη θεοποίηση του χρήματος.
·         Επειδή θεοποιείται το χρήμα, η αδικοπραγία ενισχύεται.
·         Μιλά τόσο σιγά, ώστε δεν ακούγεται καθόλου.
·         Μιλά τόσο σιγά· δεν ακούγεται καθόλου.

Ασύνδετο σχήμα
Στο ασύνδετο σχήμα οι προτάσεις δεν ενώνονται με κάποια λέξη ή σύνδεσμο, παρά μόνο χωρίζονται με κόμμα:
π.χ. Παίξαμε, τραγουδήσαμε, ήπιαμε νερό, φρέσκο καθώς ξεπήδαγε απ’ τους αιώνες.
(Οδ. Ελύτης, «Στα κτήματα βαδίσαμε όλη μέρα»)
Αναφορικά με τη χρήση του ασύνδετου σχήματος, ο συγγραφέας αποσκοπεί στο να δώσει ένταση,  έμφαση στο λόγο και ίσως να χρωματίσει συναισθηματικά το κείμενό του. παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι το ασύνδετο σχήμα συμβάλλει στη ζωντάνια και την παραστατικότητα ενός κειμένου, ενώ συνάμα πυκνώνει το λόγο.

Απλή και διαδοχική υπόταξη
1. Στην απλή υποτακτική σύνδεση, μια δευτερεύουσα πρόταση (ΔΠ) «υποτάσσεται»-εξαρτάται από μια κύρια (ΚΠ). Οι δύο προτάσεις (η κύρια και η δευτερεύουσα) δεν βέβαια ούτε ομοειδείς ούτε ισοδύναμες.

2. Όταν μια δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από μια άλλη δευτερεύουσα και αυτή με τη σειρά της από μια τρίτη κ.ο.κ., έχουμε διαδοχική υπόταξη. Όταν κάτι τέτοιο εμφανίζεται σε υπερβολικό βαθμό, ο δέκτης αδυνατεί να εμβαθύνει στα νοήματα και να τα συσχετίσει, ειδικά όταν υπάρχει προφορική επικοινωνία. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στην πρόθεση του πομπού να περιπλέξει τις έννοιες, ώστε να εξαπατήσει το δέκτη.



ΜΑΚΡΟΠΕΡΙΟΔΟΣ Η ΜΙΚΡΟΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΟΓΟΣ

Περίοδος ονομάζεται το τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις, έχει ένα ολοκληρωμένο νόημα και κλείνεται, στο γραπτό λόγο, ανάμεσα σε δύο τελείες ή σε μια τελεία και ένα ερωτηματικό ή θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Οι προτάσεις μιας περιόδου είναι δυνατό να είναι:
α) κύριες, που συνδέονται παρατακτικά ή παρατίθενται ασύνδετα, ή
β) κύριες και δευτερεύουσες, που συνδέονται μεταξύ τους με υπόταξη.

Παραδείγματα:

Ουσιαστικό δικαίωμα και καθήκον είναι ο σεβασμός του ανθρώπου (πρόταση-περίοδος).
Ο ρατσισμός γίνεται όπλο προπαγάνδας για ένα έθνος και αμαυρώνει την υπόληψη των άλλων εθνών (δύο κύριες προτάσεις)
Είναι πρόδηλο ότι πηγή του ρατσισμού είναι η άγνοια των πραγματικών χαρακτηριστικών των ατόμων που συνθέτουν μιαν ανθρώπινη ομάδα (τρεις προτάσεις, μία κύρια και δύο δευτερεύουσες)

Ημιπερίοδος ονομάζεται το τμήμα της περιόδου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις που έχουν νοηματική αυτοτέλεια αλλά δεν αποτελούν ολοκληρωμένο νόημα. Στο γραπτό λόγο η ημιπερίοδος κλείνεται ανάμεσα σε τελεία και άνω λεία ή δύο άνω τελείες.

Βραχυπερίοδος λόγος είναι ο λόγος που αποτελείται από σύντομες περιόδους. Στην περίπτωση αυτή κατά κανόνα αποφεύγεται η υποτακτική σύνταξη και προτιμάται ο παρατακτικός λόγος. Ο συγγραφέας επιδιώκει να εκφράσει τις απόψεις του με τρόπο σαφή, λιτό, απέριττο.

Μακροπερίοδος λόγος είναι ο λόγος που αποτελείται από σχοινοτενείς και εκτεταμένες περιόδους, αποτελούμενες από πολλές κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις. Κύρια συντακτική υποδομή είναι η διαδοχική υπόταξη. Ο συγγραφέας εκφράζει σύνθετες και πολύπλοκες σκέψεις. Με τον τρόπο αυτό επιζητεί να παρουσιάσει αναλυτικά τη συλλογιστική του πορεία, την επιχειρηματολογία του, για να την καταστήσει πειστική.

Η δομή του βραχυπερίοδου και του μακροπερίοδου λόγου

Ο βραχυπερίοδος λόγος ακολουθεί την παρατακτική σύνταξη και στηρίζεται κυρίως στις κύριες προτάσεις. Αντίθετα, ο μακροπερίοδος λόγος ακολουθεί την υποτακτική σύνταξη και χρησιμοποιεί πολλές και ποικίλες δευτερεύουσες προτάσεις. Από τις δευτερεύουσες προτάσεις, κυρίως οι αναφορικές παρασύρουν στην κατασκευή μακροπερίοδων εκφράσεων. Ασφαλώς σε ένα κείμενο πλέκονται με ποικίλους τρόπους οι κύριες με τις δευτερεύουσες προτάσεις και εκφράζουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις. Από τον γράφοντα εξαρτάται πόσες, ποιες και πού θα χρησιμοποιήσει δευτερεύουσες προτάσεις. Οι σχέσεις όμως αυτές είναι δυνατό να εκφραστούν και με τη χρήση κυρίων προτάσεων.

π.χ. Επειδή πάλιωσε το αυτοκίνητό μου (αιτία), το πούλησα.
Πάλιωσε το αυτοκίνητό μου και το πούλησα.
Σημαντικό είναι να μπορούμε να μετατρέπουμε το μακροπερίοδο λόγο σε βραχυπερίοδο. Αυτό γίνεται με τη παράλειψη των συνδέσμων που εισάγουν δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και τη χρήση των απαραίτητων διαρθρωτικών λέξεων.

Παράδειγμα:
Και εδώ τα στοιχεία της έρευνας του ΣΕΒ είναι καταλυτικά, αφού αποδεικνύουν με το πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι θέσεις εργασίας υπάρχουν, και μάλιστα πολλές, αλλά δεν υπάρχουν οι ικανοί να τις καταλάβουν, μια και οι κοινωνικές εμμονές σ’ ορισμένα επαγγέλματα, καθώς και η ανυπαρξία ενός στοιχειώδους συστήματος επαγγελματικού προσανατολισμού, έχουν συντελέσει, ώστε σ’ άλλες επαγγελματικές ειδικότητες να υπάρχει υπερπληθώρα προσφοράς, ενώ σε άλλες τρομερή έλλειψη
(Μακροπερίοδος λόγος – μια περίοδος = παράγραφος).

Η παραπάνω παράγραφος μπορεί να γίνει:
Και εδώ τα στοιχεία της έρευνας του ΣΕΒ είναι καταλυτικά. Αποδεικνύουν με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι θέσεις εργασίας υπάρχουν, και μάλιστα πολλές, αλλά δεν υπάρχουν οι ικανοί να τις καταλάβουν. Τούτο οφείλεται στις κοινωνικές εμμονές καθώς και στην ανυπαρξία ενός στοιχειώδους συστήματος επαγγελματικού προσανατολισμού. Έτσι, σ’ άλλες επαγγελματικές ειδικότητες υπάρχει υπερπληθώρα προσφοράς, ενώ σε άλλες τρομερή έλλειψη. (Η μία περίοδος έγινε τέσσερις χωρίς να αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου.)

Λειτουργική και υφολογική διαφορά του βραχυπερίοδου από το μακροπερίοδο λόγο

Ο μακροπερίοδος λόγος λειτουργεί διαφορετικά από το βραχυπερίοδο. Πρώτα πρώτα, για να χρησιμοποιήσει κανείς τον πρώτο πρέπει να κατέχει πολύ καλά τη γλώσσα, ενώ ο δεύτερος δομείται και οργανώνεται ευκολότερα. Πέρα από αυτό, ο μακροπερίοδος λόγος μπορεί να παρασύρει το συγγραφέα σε συντακτικά λάθη και να συσκοτίσει τα νοήματα, ενώ ο βραχυπερίοδος και σαφέστερος είναι και φράσεις αρμονικότερες δημιουργεί. Ο βραχυπερίοδος, τέλος, λόγος πέρα από την καθαρότητα και την αρμονία, προσδίδει στη φράση γοργότερο ρυθμό, παραστατικότητα και ζωντάνια, ενώ ο μακροπερίοδος της δίνει βραδύτητα, ασάφεια και καταστρέφει την ευλυγισία της. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι κάποιοι χρησιμοποιούν τον μακροπερίοδο λόγο σκόπιμα, για να συσκοτίσουν τα νοήματά τους.

Στην επιλογή λόγου μακροπερίοδου ή όχι από τον πομπό ισχύει αντίστοιχη αιτιολόγηση με την παρατακτική – υποτακτική σύνδεση. Ειδικότερα, ο μακροπερίοδος λόγος:

·         όταν οργανώνεται κατάλληλα, αποτελεί δείγμα υψηλού επιπέδου  του πομπού, ενώ ταυτόχρονα βοηθά το δέκτη να αντιληφθεί τις διαπλοκές των εννοιών (σύνθετο ύφος),
·         προσδίδει  έμφαση, ένταση στο λόγο, με αποτέλεσμα το κείμενο να αποκτά δυναμικό και γοργό ρυθμό,
·         ενδέχεται να λειτουργεί παραπειστικά, όταν υπάρχει χαλάρωση από πλευράς λογικών σχέσεων, καθιστώντας ασαφή τα νοήματα.
Ο βραχυπερίοδος λόγος είναι απλός και πυκνός, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να  είναι ασθματικός, αγχώδης και να επιδιώκει τη μετάδοση αντίστοιχων συναισθημάτων που βιώνει ο πομπός προς το δέκτη.
Γενικότερα, ο μικροπερίοδος λόγος και το ασύνδετο σχήμα προσδίδουν στο ύφος και τον τόνο χαρακτήρα λιτό, γοργό, κοφτό (ελλειπτικός λόγος).

Παράδειγμα μακροπερίοδου λόγου – ασύνδετου σχήματος:
Όταν τα έμβρυα από τις εκτρώσεις χρησιμοποιούνται για την παρασκευή καλλυντικών, όταν παιδιά του Τρίτου Κόσμου πουλιούνται και θυσιάζονται, για να χρησιμοποιηθούν τα όργανά  τους για μεταμοσχεύσεις στα μεγάλα ιατρικά κέντρα, όταν οι επιστήμονες δέχονται  να παρασκευάσουν δηλητηριώδεις ουσίες που προβάλλονται σαν φαρμακευτικές, τότε μπορούμε να νιώσουμε πόσο δίκιο είχε ο Αϊνστάιν, όταν μετά τη Χιροσίμα δήλωσε: "Αν ξαναγεννιόμουν, θα γινόμουν ξυλουργός".



ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αναφορική λειτουργία: Κατά την πράξη της επικοινωνίας ο δέκτης του μηνύματος δέχεται μια πληροφορία και την αντίληψη του πομπού γι’ αυτή. Ο πομπός απευθύνεται κυρίως στο λογικό του δέκτη και χρησιμοποιεί γλώσσα καθημερινή, κυριολεκτική. Σ’ αυτή κυριαρχούν η οριστική έγκλιση και οι προτάσεις κρίσεως. Συνήθως λείπουν τα καλολογικά στοιχεία και οι διάφοροι εκφραστικοί τρόποι. Τη γλώσσα αυτή χρησιμοποιούν η επιστήμη και το αποδεικτικό δοκίμιο. Εδώ ενδιαφέρει το περιεχόμενο του μηνύματος και σκοπός είναι η πληροφόρηση.
Συνώνυμες λέξεις: αναφορική, κυριολεκτική, δηλωτική σημασία
π.χ. Η Πούλια αποτελείται από εφτά αστέρια.

Ποιητική λειτουργία: Στην περίπτωση αυτή την προσοχή του δέκτη προσελκύουν όχι τόσο το μήνυμα και η πληροφορία όσο η γλωσσική μορφή που αυτά παίρνουν. Η ποιητική γλώσσα απευθύνεται πιο πολύ στο συναίσθημα και προκαλεί συγκίνηση και αισθητική απόλαυση. Χρησιμοποιεί μεταφορές και άλλα εκφραστικά μέσα. Κυριαρχούν η υποτακτική, η ευκτική, η προστακτική.
Συνώνυμες λέξεις: ποιητική, μεταφορική, συνυποδηλωτική σημασία
π.χ. Η Πούλια που έχει εφτά παιδιά.

Σημείωση: Συνηθέστερα χρησιμοποιείται η αναφορική λειτουργία της γλώσσας, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις πλαισιώνεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και από την ποιητική λειτουργία. Σε είδη γραπτού λόγου που δεν έχουν πρακτικό σκοπό ή αποδεικτικό χαρακτήρα (π.χ. στοχαστικό δοκίμιο, φιλική επιστολή, ημερολόγιο) η χρήση της ποιητικής λειτουργίας διευκολύνει την ελεύθερη έκφραση του συγγραφέα και αποβλέπει στην τέρψη του αναγνώστη, ενώ σε είδη λόγου που έχουν πρακτικό σκοπό ή αποδεικτικό χαρακτήρα (π.χ. αποδεικτικό δοκίμιο, είδηση, άρθρο) η χρήση της λειτουργίας αυτής είναι αποτέλεσμα υφολογικής επιλογής του συγγραφέα και προσδίδει στο λόγο του ζωντάνια, παραστατικότητα, καλαισθησία, εικονοπλαστική δύναμη κτλ

Αιτιολόγηση αναφορικής ή ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας

Αναφορική γλώσσα
Ποιητική γλώσσα
Στην αναφορική ή κυριολεκτική, δηλωτική, λογική, πληροφοριακή χρήση της γλώσσας:

·         Η γλώσσα λειτουργεί με λογικό τρόπο και το μήνυμα σχετίζεται με την κοινή αντίληψη που έχουμε για
     τον κόσμο.

·         Σκοπός του πομπού είναι η πληροφόρηση.

Στην ποιητική ή μεταφορική, συνυποδηλωτική, συγκινησιακή χρήση της γλώσσας:

·         Το μήνυμα έχει συνειρμική σημασία και συναισθηματικές αποχρώσεις (έκφραση συναισθημάτων).

·         Σκοπός του πομπού είναι να προσελκύσει το δέκτη· ενδιαφέρει κυρίως η μορφή του μηνύματος και λιγότερο η πληροφορία που φέρει το μήνυμα.

·         Δίνει ζωντάνια, παραστατικότητα.


Παραδείγματα:
·         Σκληρή πέτρα (κυριολεκτική απόδοση) / σκληρή καρδιά (μεταφορική).
·         Ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος• όλο γελούσε (κυριολεκτική λειτουργία).
·         Τα λόγια του ήταν πικρά και μας φαρμάκωσαν (μεταφορική λειτουργία).



ΥΦΟΣ

Στο χαρακτηρισμό του ύφους/τόνου ενός κειμένου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: το κειμενικό είδος, η πρόθεση του συντάκτη, ο δέκτης, το κοινό.
Το ύφος ενός κειμένου μπορεί να αξιολογηθεί ως: πυκνό, μεστό, σύνθετο, στομφώδες,  εξεζητημένο, επιστημονικό, τυπικό, επίσημο, υψηλό, γλαφυρό, λυρικό, διδακτικό, προτρεπτικό, απλό, φυσικό, λιτό, χαλαρό, οικείο, παραστατικό, σαρκαστικό, καυστικό, ειρωνικό, σκωπτικό, δηκτικό, χιουμοριστικό, περιπαικτικό, εμφαντικό, εξομολογητικό, ακαλαίσθητο, ανεπιτήδευτο, αλληγορικό, στοχαστικό με βάση τα εξής κριτήρια/χαρακτηριστικά: σύνταξη, λεξιλόγιο, σχήματα λόγου, σημεία στίξης, ρηματικά πρόσωπα, μακροπερίοδος/μικροπερίοδος λόγος κ.ά.

Δηλαδή:

ΥΦΟΣ
ΠΩΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ;
Λιτό
Έλλειψη περίτεχνων εκφραστικών σχημάτων και συντακτικής περιπλοκής, κυριαρχία παρατακτικής σύνδεσης, ή ασύνδετου σχήματος.
Οικείο
Χρήση καθημερινού λεξιλογίου, α’ και β’ προσώπου, παράταξης και ασύνδετου σχήματος.
Ζωντανό
Χρήση παραδειγμάτων, διαλόγου, ευθέος λόγου, ρητορικών ερωτήσεων, μεταφορών, εικόνων, παρομοιώσεων, ενεργητικής σύνταξης, κ.τ.λ.
Λυρικό
Ποιητική λειτουργία του λόγου, συνυποδηλώσεις, επίκληση στο συναίσθημα.
Εξεζητημένο
/επιτηδευμένο
Βαρύγδουπες λέξεις, ρητορισμός, διαδοχική υπόταξη, λεκτικός πληθωρισμός.
Εναργές[1]
Ακρίβεια, σαφήνεια, πλούτος λεξιλογίου, χρήση της υπόταξης με μέτρο.
Επίσημο
Σπάνιες λέξεις (ή και ειδική ορολογία), τριτοπρόσωπος λόγος, παθητική σύνταξη, κυριαρχία της επίκλησης στη λογική.
Χαλαρό
Λίγες σχετικά σκέψεις, συνειρμικά συνδεδεμένες, παρεκβάσεις, επαναλήψεις.
Πυκνό
Προσπάθεια να εκφραστούν οι σκέψεις με τη μέγιστη οικονομία λέξεων.
Φροντισμένο
Αυστηρή οργάνωση των σκέψεων κατά ενότητες, προσεκτική χρήση διαρθρωτικών λέξεων, έλλειψη πλατειασμών ή παρεκβάσεων.
Χιουμοριστικό
/παιγνιώδες
Χαριτόλογος διάθεση, ψυχαγωγικός χαρακτήρας.
Σαρκαστικό
Έντονη χρήση ειρωνείας.
Εξομολογητικό
Παρελθοντικοί χρόνοι, χρήση α’ προσώπου.
Διδακτικό
παροχή πληροφορικών.
Προτρεπτικό
Παρότρυνση σε μια ιδεατή στάση ζωής, προσπάθεια νουθεσίας του δέκτη.

Εννοείται πως πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις ύφους μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα μόνο κείμενο.

[1] εναργής < αρχαία ελληνική < ἐν- + -αργής (< ἀργός) Σημερινή σημασία: 1. αυτός που φαίνεται με ευκρίνεια και διαύγεια,
2. (μεταφορικά) αυτός που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί



ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ

1. Άνω τελεία (·)
Η άνω τελεία χρησιμοποιείται, για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή από την τελεία
και μεγαλύτερη από το κόμμα. Ειδικότερα, η άνω τελεία χρησιμοποιείται στο εσωτερικό
μιας περιόδου στις εξής περιπτώσεις:
·         Για να διακρίνει στο εσωτερικό της περιόδου μία πρόταση, η οποία αποτελεί επεξήγηση – συμπλήρωση των προηγουμένων ή αντίθεση προς τα προηγούμενα (στις περιπτώσεις αυτές συνήθως λείπει ο επεξηγηματικός ή αντιθετικός σύνδεσμος).
·         Μετά από δύο τελείες, για να χωρίσει μεταξύ τους ημιπεριόδους, οι οποίες αποτελούν επιμερισμένες επεξηγήσεις των προηγουμένων. Γράφουμε: Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήταν θεριό.
·         Τέλος, καθιστά το ύφος κοφτό, προσωπικό κι δίνει έμφαση στο λόγο.
Σημείωση: Το πρώτο γράμμα της λέξης που ακολουθεί ύστερα από άνω τελεία γράφεται μικρό και όχι κεφαλαίο.

2. Κόμμα (,)
Το κόμμα είναι το πιο συχνό και το πιο δύσκολο στη χρήση του σημείο στίξης. Βοηθά όμως σημαντικά στην κατανόηση ενός κειμένου. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ξέρουμε πότε και γιατί το χρησιμοποιούμε.

Μέσα στην πρόταση

Χωρίζουμε με κόμμα:
1. Όμοιους μεταξύ τους όρους, όταν τους παραθέτουμε ασύνδετους. Οι όροι αυτοί μπορεί να είναι υποκείμενα, κατηγορούμενα, επιθετικοί προσδιορισμοί κτλ.
π.χ. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες, γνωστοί και άγνωστοι του συμπαραστάθηκαν.
2. Την παράθεση και την επεξήγηση.
π.χ. Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
3. Τη μετοχική πρόταση, όταν μπαίνει ως επεξήγηση ή όταν είναι μεγάλη.
π.χ. Έτσι, δουλεύοντας ακούραστα, πέτυχε το σκοπό του.
4. Τις επιρρηματικές φράσεις, όταν είναι μεγάλες ή όταν θέλουμε να τις απομονώσουμε, για να τονίσουμε την ιδιαίτερη σημασία τους.
π.χ. Μετά το τέλος και αυτής της δουλειάς, θα φύγω λίγες μέρες για διακοπές.
5. Την κλητική προσφώνηση.
π.χ. Άκου, φίλε μου, πράματα!
6. Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για να τη συνδέσει με τα προηγούμενα.
π.χ. Καλά, κάνε ό,τι θέλεις.

Δε χωρίζουμε με κόμμα:
1. Το ρήμα από τους κύριους όρους (υποκείμενο, κατηγορούμενο, αντικείμενο).
π.χ. Τον υπολογιστή μου τον έκαναν δώρο οι γονείς μου.
2. Τους όρους μιας επαυξημένης πρότασης, επειδή το κόμμα θα διασπούσε την ενότητα του νοήματος.
π.χ. Οι μαθητές του σχολείου μας έδωσαν με επιτυχία τις εξετάσεις.
3. Το τελευταίο από δύο ή περισσότερα επίθετα, όταν αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν το προηγούμενο ή τα προηγούμενα επίθετα.
π.χ. Η παράθεση είναι ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός.
4. Τη μετοχική πρόταση, όταν δεν είναι μεγάλη ή δεν μπαίνει ως επεξήγηση.
π.χ. Ξημερώνοντας αναχωρήσαμε για τον προορισμό μας.

Μέσα στην περίοδο

Χωρίζουμε με κόμμα:
1. Τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες.
π.χ. Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, διασκέδασαν με την ψυχή τους!
2. Τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις: αιτιολογικές, τελικές (αν δεν εισάγονται με το να), υποθετικές, χρονικές, εναντιωματικές και όσες εισάγονται με το χωρίς να.
π.χ. Θα συμφωνήσω, αν με πείσεις.
3. Τις προσθετικές (ή παραθετικές) αναφορικές προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές στον προφορικό λόγο διακρίνονται από το χαμήλωμα του τόνου της φωνής, τον επιτονισμό.
π.χ. Ο Πλάτωv, που ήταν φιλόσοφος, έγραψε και ποιήματα.
4. Τις δευτερεύουσες ονοματικές (ειδικές, βουλητικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές), όταν είναι επεξήγηση.
π.χ. Οι λαοί αυτό θέλουν, να ζουν ειρηνικά.
5. Τις παρένθετες προτάσεις.
π.χ. Εκλογές θα έχουμε, όπως φαίνεται, τον επόμενο χρόνο.
6. Τις προτάσεις που συνδέονται αντιθετικά.
π.χ. Ήθελε πολύ να γίνει γιατρός, αλλά δεν τα κατάφερε.
7. Κόμμα πριν από το σύνδεσμο και (καθώς και πριν από τους άλλους συμπλεκτικούς και διαχωριστικούς συνδέσμους ούτε, μήτε, ή, είτε) σημειώνουμε, όταν αυτός δε συνδέει όμοιους συντακτικά όρους και προτάσεις.
π.χ. Το έμαθα, όταν άκουσα τις ειδήσεις, και δεν το πίστευα. (Η πρόταση δεν είναι χρονική, αλλά κύρια.)

Δεν χωρίζουμε με κόμμα:

1. Τις προτάσεις που συνδέονται με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους: και, ούτε, μήτε, μηδέ και τους διαχωριστικούς ή, είτε.
π.χ. Ούτε τον είδα ούτε τον ξέρω.
2. Τις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, όταν είναι υποκείμενο, αντικείμενο ή κατηγορούμενο.
π.χ. Μην ακούς όσα σου λένε.
3. Πολλές από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, όταν είναι σύντομες και μπορούν να συμπτυχθούν σε επιρρηματική έκφραση, σε ουσιαστικό ή σε επίθετο.
π.χ. Τον κατηγορώ γιατί αδιαφόρησε. (= για αδιαφορία)
4. Τις αναφορικές προτάσεις, που αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα του όρου στον οποίο αναφέρονται.
π.χ. Το τρίγωνο που έχει μία ορθή γωνία λέγεται ορθογώνιο.
5. Την πρόταση που εισάγεται με το παρά ως δεύτερος όρος σύγκρισης.
π.χ. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Σε κάποιους από τους κανόνες αυτούς υπάρχουν, ασφαλώς, εξαιρέσεις.

3. Διπλή τελεία(:)

Η διπλή τελεία σημειώνεται:
·         πριν από λεγόμενα που καταγράφονται αυτούσια (ενδέχεται να κλείνονται σε εισαγωγικά),
·         πριν από απαρίθμηση,
·         όταν ακολουθεί η ερμηνεία ή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας,
·         έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό, παροιμία.
Σημείωση: η λέξη ύστερα από τη διπλή τελεία γράφεται με κεφαλαίο γράμμα, όταν η διπλή τελεία έχει τη θέση τελείας.

4. Η παρένθεση ή διπλή παύλα [()] (--)
Επεξηγεί ή συμπληρώνει όσα προηγήθηκαν. Όμως, ενώ ότι περικλείεται στην παρένθεση είναι συνήθως επιπρόσθετο, ό,τι περικλείεται σε διπλή παύλα είναι συνήθως απαραίτητη παρεμβολή στη συνέχεια του λόγου.
Π.χ. Γιατί μέσα στα αγαθά και παρόλα τα αγαθά –τα υλικά εννοώ- που έχει αποκτήσει δεν είναι ευτυχής.

5. Θαυμαστικό (!)

Σχολιαστικό σημείο στίξης (π.χ. για να δηλώσει συναίσθημα):
·         μετά από επιφωνήματα,
·         μετά από φράση που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη ή έντονο συναίσθημα (χαρά, φόβο, πόνο κ.ά.),
·         για να δηλωθεί η υπερβολή σε ενέργεια,
·         για να υποδηλωθεί η ανησυχία του συντάκτη σχετικά με όσα διαπιστώνει,
·         για να εκφραστεί έμμεσα ο σαρκασμός του πομπού (ειδικά μέσα σε παρένθεση).

6. Αποσιωπητικά (σχολιαστικό) (...)

Τα αποσιωπητικά τίθενται:
·         για να εκφραστεί ο προβληματισμός,
·         για να δηλωθεί ειρωνεία ή αμφισβήτηση (ελλειπτικότητα),
·         όταν ο πομπός δεν επιθυμεί να ολοκληρώσει τη φράση του ή επειδή διακόπηκε ή επειδή, λόγω συγκίνησης, δεν μπορεί να συνεχίσει (παράλειψη),
·         για να εκφραστεί υπαινιγμός για όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή διατυπώθηκαν,
·         και παραπέμπουν σε ελλειπτικότητα ή φανερώνουν παράλειψη.

7. Ερωτηματικό (σχολιαστικό) (;)

Το ερωτηματικό σημειώνεται:
·         για να εκφραστεί ο προβληματισμός για το τι πρέπει να γίνει,
·         για να εκφράσει ο πομπός την επιθυμία να πληροφορηθεί κάτι που δεν γνωρίζει (εδώ δε λειτουργεί σχολιαστικά),
·         για να εκφράσει εντονότερα μια προτροπή ή μια παράκληση, με αποτέλεσμα να γίνεται το ύφος ποιο ζωηρό ή να διατυπώνεται πιο ευγενικά,
·         για έμφαση στις ρητορικές ερωτήσεις,
·         για πρόκληση συναισθημάτων (λ.χ. αφύπνιση),
·         για να προκαλέσει το ενδιαφέρον,
·         για παραστατικότητα.

8. Εισαγωγικά («»)

Τα εισαγωγικά δηλώνουν:
·         επανάληψη εκφράσεων που διατυπώθηκαν,
·         ειρωνεία του πομπού (σχολιαστικό),
·         απαξίωση μιας έννοιας,
·         μεταφορική χρήση μιας έννοιας,
·         ειδική ορολογία.

9. Ειδική γραμμή (/)
Η κάθετη γραμμή σε συνώνυμες λέξεις:
·         δίνει έμφαση,
·         διευρύνει την έννοια (π.χ. εμπορικό / οικονομικό).


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)