Πώς οι "ψίθυροι" αγνοουμένων στοιχειώνουν την Κύπρο

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0




"Ο πόνος δεν έχει εθνικότητα, ούτε θρησκεία" ισχυρίζονται μέσα από τις μαρτυρίες τους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. 40 χρόνια μετά ψάχνουν στα συντρίμμια, οστά των συγγενών τους. Πώς γεννήθηκε η πρωτοβουλία "Μαζί Μπορούμε" και ποια τα στοιχεία - σοκ του ΟΗΕ από τις πρόσφατες "ανασκαφές"
«Ως κάποιος που έχασε σχεδόν όλη τη στενή οικογένειά του σε μία από τις πιο αποτρόπαιες σφαγές το 1974, συνειδητοποιώ ότι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσω την απώλεια και να συνεχίσω με τη ζωή μου, είναι να εργαστώ όσο σκληρά μπορώ για την ειρήνη και την επανένωση της πατρίδας μας, για να βεβαιωθούμε ότι άλλη οικογένεια δεν θα περάσει από την τρομερή δοκιμασία που βίωσα προσωπικά. Ο πόνος δεν έχει εθνικότητα και θρησκεία». Τα σύντομα, αλλά περιεκτικά αυτά λόγια, αποτελούν απόσπασμα της ομιλίας του Τουρκοκύπριου Χουσεΐν Ακανσόι, όταν το 2012 τιμήθηκε με το «Βραβείο του Ευρωπαίου Πολίτη» για την προσφορά του στη Δικοινοτική Πρωτοβουλία Συγγενών Αγνοουμένων, Δολοφονηθέντων και άλλων Θυμάτων των γεγονότων 1963 – 1974 στην Κύπρο. Ο ίδιος έχασε 30 μέλη της οικογένειάς του στις εχθροπραξίες που διχοτόμησαν τη Μεγαλόνησο το θερμό εκείνο καλοκαίρι στο χωριό Μαράθα. Και δεν είναι ο μόνος. Ο Πέτρος Σουππουρής από το Παλαίκυθρο έχασε πέντε από τα έξι μέλη της οικογένειάς του, σε ηλικία μόλις δέκα ετών και ποτέ δεν έμαθε τι πραγματικά απέγιναν. Περίπου 300 – δηλωμένοι - Τουρκοκύπριοι ζουν ακόμη με αναπάντητα ερωτήματα για το τι απέγιναν στενά τους πρόσωπα στην αιματοχυσία του ’74 και ακόμη και σήμερα ζητούν εξηγήσεις.
Στον απόηχο των «συντριμμιών» του πραξικοπήματος, συγγενείς αγνοουμένων και θυμάτων δολοφονιών αναμένουν στωικά 40 χρόνια να μάθουν την αλήθεια. Η δράση και το έργο της οργάνωσης «Μαζί μπορούμε» φιλοδοξεί να υπερκεράσει το «εμείς» έναντι του «αυτοί» που φέρνει η διχοτόμηση, μετατρέποντας τον πόνο σε πολύτιμο μέσο για αμοιβαία συμφιλίωση και βοηθά καθημερινά δεκάδες συγγενείς να μάθουν για την τύχη των δικών τους ανθρώπων, αλλά και όλα τα πραγματικά τα γεγονότα γύρω από τις αποτρόπαιες σκηνές που εκτυλίχτηκαν στην Κύπρο. Άλλωστε, η επίσημη έναρξη αναζήτησης για τα λείψανα όσων εξαφανίστηκαν τότε, ξεκίνησε μόλις το 2000 από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας και μόλις το 2004 μέσα από την ομιλία του στο Στρασβούργο, ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποσχέθηκε την συμβολή τουρκικής βοήθειας προς αυτή την κατεύθυνση . 
Με αφορμή την συμπλήρωση 40 χρόνων από τις εχθροπραξίες που μάτωσαν το νησί της Κύπρου το 1974, το WE του NEWS 247 ανασύρει μερικές από τις προσωπικές μαρτυρίες - σοκ Τουρκοκυπρίων που έχασαν «τα πάντα» και ανοίγει το κεφάλαιο της «μαζικής εξολόθρευσης» γυναικών και παιδιών σε μικρά τουρκοκυπριακά χωριά, όπως στην Αλόα, τη Μαράθα και το Σανταλάρι, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποκρύπτονταν συστηματικά από τα μίντια και την σύγχρονη «Ιστορία».

 

 

Οι αγνοούμενοι σε αριθμούς

Για να σάς δώσουμε ένα παράδειγμα για το τι μεγέθη μιλάμε, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ και της Διεθνούς Επιτροπής για τους Αγνοούμενους (ICMP) - η οποία  ιδρύθηκε το 1981 με τη συνεργασία Τουρκίας, Ελλάδας και Ηνωμένων Εθνών - περίπου 2.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν συνολικά κατά το «μαύρο» διάστημα 1963-1964 και 1974. Από αυτούς, 1.508 Ελληνοκύπριοι έχουν αναζητηθεί επίσημα από κάποιο συγγενή τους και αντίστοιχα, 493 Τουρκοκύπριοι. Στις τελευταίες «ανασκαφές» του 2006, περίπου 400 Ελληνοκύπριοι και 125 Τουρκοκύπριοι νεκροί, εντοπίστηκαν από την ICMP. Την ίδια στιγμή, σε περίπου 887 περιοχές και σημεία της Κύπρου εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να διεξάγονται έρευνες για τον εντοπισμό οστών αγνοουμένων, ενώ 910 «λείψανα» βρίσκονται σε στάδιο ανάλυσης.
Το βιβλίο του Sevgul Uludağ «Τα στρείδια που έχασαν το μαργαριτάρι τους: Ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί  για τους αγνοούμενους, τους μαζικούς τάφους και τις αναμνήσεις από το παρελθόν της Κύπρου» (2006) συλλέγει ιστορίες επιζώντων από τουρκικές και ελληνικές κοινότητες. «Το να μιλάει κανείς  για τους αγνοούμενους ήταν ταμπού στην Κύπρο μέχρι που άρχισα να γράφω γι 'αυτό», είπε στο Πρακτορείο Anadolu ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος που μαζί με τη Σεφκιούλ Ουλουτάγ και τη δράση του Ελληνοκύπριου δημοσιογράφου Αντρέα Παράσχου «ξεσκεπάστηκε» το θέμα της μαζικής σφαγής ολόκληρων χωριών και πληθυσμών κατά την επιχείρηση του Αττίλα. «Οι Τουρκοκύπριοι είναι η μόνη κοινότητα στον κόσμο που δεν αναζητούν ενεργά τους ανθρώπους της που χάθηκαν», υποστηρίζουν και οι τρεις. 

 

Οι μαρτυρίες της εγκατάλειψης και της τυχαίας επιβίωσης

Ο Ελληνοκύπριος πιλότος Πέτρος Σουππουρής ήταν 10 ετών, όταν ένοπλοι εισέβαλαν στο χωριό του, εν ονόματι Παλαίκυθρο. Έχασε και τους δύο του γονείς, τα δύο του αδέρφια 9 και 4 ετών αντίστοιχα, αλλά και την μόλις δύο ετών αδερφή του. Πυροβολήθηκε και ο ίδιος με τρεις σφαίρες, αλλά επέζησε. «Σταθήκαμε τυχεροί, καθώς μία ώρα μετά το τραγικό περιστατικό, ήρθε ο τουρκικός στρατός. Μας πήραν από το χέρι, μάς οδήγησαν στο γιατρό και έστειλαν αξιωματικούς να θάψουν τους ηλικιωμένους. Εντοπίσαμε τα οστά τους λίγα χρόνια πριν. Εκτός από του αδερφού μου Γιάννη που εξακολουθεί να αγνοείται. Δεν θέλησα να μάθω ποτέ ποιος είναι υπεύθυνος γι' αυτό. Στο όνομα της ειρήνης και της συμφιλίωσης, δεν επιθυμώ καμία εκδίκηση».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η ανθρώπινη ιστορία του Τουρκοκύπριου Χουσεΐν Ακανσόι από τη Μαράθα. Περίπου 126 άτομα από τα γύρω τουρκοκυπριακά χωριά σκοτώθηκαν και ένας σκουπιδότοπος μετατράπηκε στον μαζικό τους τάφο. «Με συνέλαβαν ένοπλοι – μέχρι πρότινος – γείτονές μας, εμένα και άλλους 100 περίπου. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μετά από 96 ολόκληρες ημέρες, δεν βρήκαν κανέναν. Έχασα την μητέρα μου, τις δύο αδερφές και τους δύο αδερφούς, αλλά και περίπου 30 ακόμη συγγενείς στα επεισόδια της 15ης Αυγούστου. Στο μυαλό του είναι ακόμη χαραγμένη η φιγούρα της μητέρας του με τα σγουρά μαλλιά και τα καστανά της μάτια. Ήταν μόλις 36 ετών, μία τυπική νοικοκυρά της εποχής που αφιέρωσε την σύντομη ζωή της αποκλειστικά στην ανατροφή των παιδιών της. Μου λείπει και ακόμη έχω νιώθω πολύ πόνο μέσα μου», αναφέρει.
Η 58χρονη σήμερα Τουρκοκύπρια Λεϊλά Κιράλ έχασε τον άντρα της Αχμέτ Μουσταφά όταν ήταν μόλις 25 ετών. «Ο γάμος μας ξεκίνησε με τις καλύτερες προδιαγραφές, αλλά δεν τελείωσε έτσι. Στην αρχή, οι έντονες διαμάχες ήταν μεταξύ ελληνοκυπριακών πληθυσμών και μετά επεκτάθηκαν και σε εμάς. Θυμάμαι την εθνικιστική ελληνοκυπριακή οργάνωση ΕΟΚΑ να σκοτώνει μέλη του κόμματος ΑΚΕΛ. Μετά την επιχείρηση της 20ης Ιουλίου, οι Έλληνες γείτονές μας από το διπλανό χωριό εισέβαλαν στο δικό μας και συνέλαβαν όλους τους άνδρες μας. Αλήθεια, γιατί έπρεπε να γίνει αυτό; Θυμάμαι ένας από αυτούς να διατάζει τον άνδρα μου να αφήσει το ρολόι και το δαχτυλίδι του. Όταν τον ρώτησα “γιατί”, μου απάντησε σχεδόν αθώα: “Κλέφτες θα είναι”». Ο σύζυγός της μεταφέρθηκε σε ένα σχολείο αρχικά και μετά σε άγνωστη τοποθεσία με τη χρήση λεωφορείου, μαζί με άλλους 86. Τα κόκκαλα του Αχμέτ εντοπίστηκαν τέσσερις δεκαετίες αργότερα και μόλις το περασμένο έτος, θάφτηκε. «Δεν ξεχνώ τι έχω περάσει. Μετέτρεψα όμως το θυμό και την θλίψη μου σε αγάπη και προσφορά», καταλήγει η ίδια.

Ο Μιχάλης Γιανγκού Σάββα, 58 ετών σήμερα και συνταξιούχος υπάλληλος μουσείου στη Λευκωσία, θυμάται την 15η Ιουλίου του 1974 σαν να ήταν χτες. Πώς γίνεται άλλωστε να την ξεχάσει; Αριστερών αντιλήψεων, ο Σάββα θυμάται τότε που το τατουάζ του με «σφυρί και δρεπάνι», τον πρόδωσε. «Ήμουν 18 και υπηρετούσα στο στρατό. Άκουσα το όνομά μου στα μεγάφωνα. Με διέταζαν να πάω στο γραφείο. Μου είπαν θα παραμείνω σε κελί, επειδή ήμουν κομμουνιστής. Με βασάνισαν σε σημείο που μέχρι και σήμερα, παίρνω ακόμη χάπια. Ο 22χρονος αδερφός μου κάποια στιγμή πήγε να βοηθήσει το τριών μηνών μωρό του. Και έκτοτε, δεν γύρισε πίσω. Τα οστά του εντοπίστηκαν 39 χρόνια αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 2013. Πιστεύω ότι όσοι επέζησαν της αιματοχυσίας, έχουν πολύ ωμές αναμνήσεις για να μπορέσουν να συγχωρήσουν. Δυστυχώς, δεν ξεχνάει κανείς»».
Το ίδιο πιστεύει και ο Αχμέτ Αζίρ, ετών 59 σήμερα που έχασε τη μητέρα του, έξι αδέρφια και 40 συγγενείς δια της βίας. Ακόμη και τώρα παραμένει ισχυρός υποστηρικτής της τουρκικής εισβολής. Τον Απρίλιο του 2004, ο Αζίρ σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, ψήφισε κατά του σχεδίου του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για την επανένωση του νησιού.  «Θεωρώ ότι ακόμη και μετά από 40 χρόνια, Έλληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν δίπλα, αλλά όχι μαζί. Σήμερα, οι δολοφόνοι της μητέρας μου και των αδερφών μου ζουν ελεύθεροι στην Ευρώπη. Και γι’ αυτό δεν θα ηρεμήσω ποτέ».
Και καθώς η Κύπρος προσπαθεί να αναρρώσει από το αιματηρό παρελθόν της, δεκάδες κάτοικοι του νησιού και από τις δύο πλευρές, συνενώθηκαν για πρώτη φορά μέσω της Πρωτοβουλίας «Μαζί Μπορούμε». Επισκέφτηκαν σχολεία σε χωριά των δύο αντικρουόμενων πλευρών και μεταδίδουν ότι: «Τουλάχιστον επιδιώκουμε να ταυτοποιηθούν τα θύματα του πολέμου και να μειωθούν οι αγνοούμενοι. Υπάρχει πολύς ανθρώπινος πόνος και αυτός δεν γνωρίζει σύνορα. Είτε ελληνοκυπριακός, είτε τουρκοκυπριακός, στο τέλος είναι το ίδιο».

Περισσότερα θέματα για την Κύπρο εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)