Εξάρτηση, εξάρτυση ή εξάρτιση;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Οι τρεις αυτές λέξεις είναι ομόηχες, έχουν δηλαδή την ίδια προφορά, αλλά έχουν διαφορετική ετυμολογία, ορθογραφία και σημασία.

Η λέξη εξάρτηση προέρχεται από  παράγεται από το ρήμα εξαρτώ και σημαίνει:
  1. κρέμασμα
    το σημείο εξάρτησης ενός εκκρεμούς
  2. τη σχέση κατά την οποία κάποιος/κάτι βρίσκεται υπό τον έλεγχο, την κυριαρχία άλλου και δεν μπορεί να δράσει ή να υπάρξει αυτόνομα.
    η εξάρτηση του παιδιού από τη μητέρα του
    η εξάρτηση της οικονομίας από το πετρέλαιο
  3. υποταγή σε κάποιον ισχυρότερο
    το κόμμα μας αντιστέκεται στην εξάρτηση της χώρας
  4. εθισμός
    η εξάρτηση από τη νικοτίνη
  5. (συντακτικό) ιεραρχική σχέση μεταξύ συντακτικών όρων.
    η εξάρτηση της δευτερεύουσας πρότασης από την κύρια
Ετυμολογία: εξάρτηση < μεταγενέστερο ἐξάρτησις < ἐξαρτῶ


Η λέξη εξάρτυση  είναι παράγωγο του ρήματος εξαρτύω και σημαίνει:
  1. τα ατομικά είδη του στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό
    οι στρατιώτες παρήλησαν με πλήρη πολεμική εξάρτυση
  2. 2. το σύνολο των εξαρτημάτων που φέρει κάποιος κατά την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας (π.χ. η εξάρτυση των δυτών περιλαμβάνει μάσκα, αναπνευστήρα, φιάλη οξυγόνου κ.ά.).
Ετυμολογία: εξάρτηση < μεταγενέστερο ἐξάρτησις < ἐξαρτῶ


Η λέξη εξάρτιση προέρχεται από το ρήμα εξαρτίζω και σημαίνει τον εφοδιασμό/εξοπλισμό πλοίου με τα απαραίτητα για την πλεύση του.

Ετυμολογία: εξάρτιση < μεταγενέστερο ἐξάρτισις < ἐξαρτίζω

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)