Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τη Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο βγήκε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1903: Αυστροουγγαρία και Ρωσία υπογράφουν το Πρόγραμμα Μυρστέγκ που αφορά μεταρρυθμίσεις για τη Μακεδονία. Αναταραχή στη Σερβία. Δολοφονείται ο βασιλιάς Αλέξανδρος, του οίκου Ομπρένοβιτς, από συνωμότες αξιωματικούς. Η εθνική συνέλευση εκλέγει βασιλιά τον Πέτρο Καραγιώργιεβιτς, που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στα μετέπειτα δρώμενα. Η Βουλγαρία σε επαναστατικό κίνημα. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν Βούλγαρους κομιτατζήδες.
1904: Μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου υπογράφεται η Συμφωνία του Κέτινγε (Cetinje), που αφορά συμφέροντα επί της Μακεδονίας. Ακολουθεί η (μυστική) Συμφωνία του Βελιγραδίου (1904) (συμμαχία Σερβίας-Βουλγαρίας), της οποίας συνέχεια είναι η Συνθήκη του Βελιγραδίου (1904). Η Βουλγαρία αποτελεί εξαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επίβουλες δραστηριότητές της σε βάρος αλλοεθνών πληθυσμών και πιο πολύ ελληνογενών, πολλαπλασιάζονται. Η Βουλγαρική κυβέρνηση εξαπολύει έντονη προπαγάνδα στους λαούς της Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως Βουλγαρική. Η Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. Δημιουργείται το Ελληνικό αμυντικό κομιτάτο. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' και η κυβέρνηση Θεοτόκη το υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα.Θάνατος του Παύλου Μελά. Μέχρι το τέλος του έτους, η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130 ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία υπογράφουν τη Συμφωνία Αμπατσίας για την «Αδριατική ισορροπία». Επίσης μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας υπογράφεται η Συνθήκη της Σόφιας (1904), που αφορά πολιτική προσέγγιση και αμνηστία στους Βούλγαρους επαναστάτες.
1906: Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία, ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσημα, (πρώτη βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού κι εκπαίδευσης.
Έλληνες ένοπλοι στο βάλτο των Γιαννιτσών (1904-1908)
1907: Μεταξύ Ελλήνων κι Αλβανών υπογράφεται η Δήλωση Συνεννόησης (1907) που περισσότερο αφορά σύσφιξη σχέσεων. Οι μονάρχες Ρωσίας και Αυστρίας υπογράφουν τη Συμφωνία του Ιτσλ, για διατήρηση του «Status Quo» στα Βαλκάνια. από την οποία και ακολουθεί η διακοίνωση Ρωσίας-Αυστρίας προς τις κυβερνήσεις Αθηνών, Βελιγραδίου και Σόφιας.
1908: Η Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας ανακηρύσσεται ανεξάρτητο Βασίλειο. Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση των Ρώσων, αναγκάζεται να το αναγνωρίσει. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο Φερδινάνδος, που ξεκινά αμέσως πρόγραμμα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Ακολουθεί η Συμφωνία Σόφιας (1908) μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορά μουσουλμανικά προνόμια, όχι όμως και των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά νέες βουλγαρικές συμμορίες εισχωρούν στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, μεταξύ των θυμάτων και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Στις 11 Ιουνίου του 1908 συστήθηκε το Νεοτουρκικό κομιτάτο που στρέφεται κατά του Σουλτάνου Χαμίτ Β' με κύριο αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Με την ανακήρυξη Συνταγματικού Πολιτεύματος παύει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας.
Ερείπια σπιτιών στο Γραδεμπόρι από τους κομιτατζήδες (1903-1908)
1909: Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κομιτάτο φέρεται να έχει επικρατήσει. Ένταση μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, υπογράφονται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Ακολουθεί η (μυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909) μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κομιτάτου με την Ελλάδα αρχίζει να εκτραχύνεται, στην προσπάθεια των Νεότουρκων για κατάργηση της αυτονομίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην Οθωμανική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος, μη αναγνωρίζοντας επίσημα τους Νεότουρκους, εξαναγκάζει και την επίσημη Ελλάδα σε απευθείας υποσχετικές δηλώσεις και διπλωματικές υποχωρήσεις στα αιτήματα των Νεότουρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά γεγονότα της Ελλάδας, με στρατιωτική επανάσταση.
Μεχμέτ Ταλαάτ πασάς, ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος των Νεότουρκων
1910: Το Μαυροβούνιο αναγνωρίζεται Βασίλειο. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο ηγεμών Νικήτας με σαφείς βλέψεις προέκτασης της χώρας του.
1912: Διάβημα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι’ αποφυγή εμπλοκής στα Βαλκάνια. Υπογράφεται η Συνθήκη Φιλίας-Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας και ακολουθεί η Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το Συνέδριο Πάτμου (1912), που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ξεκινά η Διάσκεψη του Βουκουρεστίου, που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος, στις 18 Ιουνίου γίνεται η περίφημη Συμφωνία των Χριστιανικών Κρατών του Αίμου, που αφορά τη συμμαχία μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Κατ’ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προετοιμασίας, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, που τα συμπεράσματα που βγήκαν από τη μελέτη του οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην αύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των πολεμικών μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, και τρίτος μοχλός ήταν το Κρητικό ζήτημα. Πέρα όμως αυτών, τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θα αργούσαν να φανούν. Και βέβαια η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού», υπό τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού, σύμφωνα με τον οποίον ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανερχόταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.
Το 1906, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, πάρθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ πάρθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών, καθώς και των τριών επομένων ετών (επί Θεοτόκη), ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909, όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης, ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ (1908)
Η αρχή του 20ου αιώνα, σημαδεύτηκε από δύο στρατιωτικά κινήματα, που έμελλαν να σφραγίσουν τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Το ένα κίνημα, το κίνημα των Νεότουρκων του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», έγινε το 1908 με στόχο την κατάργηση του θεοκρατικού καθεστώτος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την αντικατάστασή του με ένα καθεστώς, ευρωπαϊκού τύπου. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τις μειονότητες της Τουρκίας, αφού δεσμευόταν για ίσα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκείας και υποσχόταν φιλελεύθερη πολιτική. Όταν όμως οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία, προέβησαν σε μία απίστευτης βαρβαρότητας εξόντωση όλων των χριστιανών της τουρκικής επικράτειας, που ξεκίνησε με την τριανδρία Ισμαήλ Ενβέρ-Αχμέτ Τζεμάλ-Ταλαάτ και κορυφώθηκε με την εμφάνιση του εθνικιστικού κινήματος του 1921 υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ. Ό,τι δεν κατάφεραν οι σουλτάνοι και οι βεζίρηδες των θεοκρατικών καθεστώτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε 5 αιώνες, το κατάφεραν οι ευρωπαϊστές - εκσυγχρονιστές Τούρκοι μέσα σε 8 μόλις χρόνια (1914-1922), με την ανοχή και τη συνεργασία πολλές φορές των ευρωπαϊκών «πολιτισμένων» κρατών. Πέτυχαν το βίαιο ξερίζωμα χιλιόχρονων πολιτισμών και τη γενοκτονία πανάρχαιων λαών, όπως ήταν οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι και οι Έλληνες.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της Φώκαιας (γενέτειρας της Μασσαλίας) την 14η Ιουνίου 1914 που καταγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο Φέλιξ Σαρτιώ, που βρισκόμενος στη Φώκαια ενημέρωσε για τις σφαγές και τις λεηλασίες, τη γαλλική κοινή γνώμη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε την εκκλησία σε διωγμό τον Μάιο του 1914. Η κατάσταση χειροτέρευσε με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στα τέλη Οκτωβρίου 1914. Σε πολλές εκθέσεις και αναφορές πρεσβευτών ουδέτερων χωρών αναφέρεται ο ρόλος της Γερμανίας στην παρότρυνση της οθωμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μαζική εθνοκάθαρση με όλα τα χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρείται ότι συνιστούν «Εθνοκάθαρση ή Γενοκτονία».
Έλληνες αντάρτες και Τούρκοι αξιωματικοί μετά την επικράτηση την Νεότουρκων
και τη κατάπαυση των εχθροπραξιών
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ (1909)
Στην αντίπερα όχθη του Αρχιπελάγους, στις 15 Αυγούστου 1909, έγινε το κίνημα στο Γουδί, όπου συμμετείχαν περίπου 2.000 αξιωματικοί και στρατιώτες. Ανάμεσα στους στασιαστές ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος κι ο λαοφιλής Σπύρος Σπυρομήλιος (ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα). Απογοητευμένοι από τη διαφθορά και την ανικανότητα των πολιτικών, από την οικονομική δυσπραγία, την ήττα του 1897 και την αδράνεια στο μακεδονικό και στο κρητικό ζήτημα, Έλληνες αξιωματικοί του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά στασίασαν ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και την επιβολή νέων μέτρων. Η επανάσταση στο Γουδί, βρήκε ευρεία απήχηση στις λαϊκές μάζες, ενώ η εφημερίδα «Ακρόπολις» έγραφε για: «Μία Ειρηνική Επανάσταση, που απηχεί με το εγερτήριο σάλπισμά της τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, για μια νέα Ελλάδα, την εκμηδένιση των παλαιών τζακιών, την αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας, την καλυτέρευση της θέσεως των εργαζομένων...».
Ακολουθούν τα κύρια σημεία της διακήρυξης του Στρατιωτικού Συνδέσμου:
«Προς την Α.Μ. τον βασιλέα, την Κυβέρνηση και τον Ελληνικό Λαό: Η πατρίς μας ευρίσκεται υπό δυσχερέστατες περιστάσεις, το δε επίσημο Κράτος, υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθεί προς άμυνα των δικαίων του. Άπας ο Ελληνισμός, βαρυαλγών για τη λυπηρά ταύτη κατάσταση, εξεδήλωσε ότι ποθεί διακαώς τη λήψη συντόνων μέτρων προς αποτροπή παρομοίων κινδύνων στο μέλλον. Άλλωστε υπό ξένων ακόμη, επισήμων και μη, επανειλημμένως υπεδείχθη, ότι το Έθνος μας δεν θα υφίστατο τ’ ατυχήματα και τους εξευτελισμούς τους οποίους μέχρι τώρα υπέστη, αν είχαμε παρασκευασμένη προς άμυνα Στρατιωτική και Ναυτική Δύναμη επαρκή. Ο Σύνδεσμος των αξιωματικών του Εθνικού στρατού της Ξηράς και του Ναυτικού, εμφορούμενος από τα ίδια συναισθήματα και συναισθανόμενος, όπως όλοι οι Έλληνες, το δεινό των περιστάσεων και την προς άμυνα του πατρίου εδάφους και των δικαίων του Έθνους ανάγκη ύπαρξης αξιόμαχου στρατού και στόλου, γνωρίζοντας δε ότι από τους εκάστοτε αρμοδίους αμελήθηκε ο πλήρης καταρτισμός τους, όχι από κακή θέληση, αλλά με την αδικαιολόγητη πρόφαση της ανεπάρκειας των προσόδων του Κράτους, που κατασπαταλώνται εντούτοις εική και ως έτυχε, προβαίνει εις την υποβολή ιεράς παράκλησης προς τον Βασιλέα, τον -κατά τον θεμελιώδη Νόμο- Αρχηγό των κατά ξηρά και Θάλασσα στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους, και προς την κυβέρνησή Του, όπως ολοψύχως επιδοθούν εις την άμεση και ταχεία ανόρθωση των κακώς εν γένει εχόντων, ιδία δε των του Στρατού και Ναυτικού. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν επιδιώκει την κατάργηση της Δυναστείας ή την αντικατάσταση του Βασιλέως... ουδέ επιθυμεί να εγκαθιδρύσει την απολυταρχία, ή την στρατοκρατία, ή να θίξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το Συνταγματικό Πολίτευμα, διότι οι αποτελούντες αυτόν αξιωματικοί είναι και αυτοί πολίτες Έλληνες και έχουν ορκισθεί εις την τήρηση του Συντάγματος. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η θρησκεία μας υψωθεί εις τον πρέποντα ιερό προορισμό της, όπως η Διοίκηση της Χώρας καταστεί χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμεται ταχέως με αμεροληψία και ισότητα προς όλους γενικά τους πολίτες αδιακρίτως τάξης, όπως η Εκπαίδευση του Λαού καταστεί λυσιτελής για τον πρακτικό βίο και τις στρατιωτικές ανάγκες της Χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθούν, και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθούν, λαμβανομένων των απαιτουμένων μέτρων προς λελογισμένη διαρρύθμιση των εσόδων και εξόδων του Κράτους, ώστε αφενός μεν ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ανακουφισθεί από τους επαχθείς φόρους, τους οποίους ήδη καταβάλλει και οι οποίοι άσπλαχνα κατασπαταλώνται προς διατήρηση πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάρη της απαίσιας συναλλαγής, αφετέρου δε καθοριστούν θετικά τα όρια εντός των οποίων δύναται να αυξηθούν οι δαπάνες για τη στρατιωτική της Χώρας παρασκευή και δια τη συντήρηση του στρατού και του στόλου εν ειρήνη....».
ΑΝΟΔΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Οι στρατιωτικοί πολύ ορθά δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι κυβερνητικό έργο, απλά έψαχναν μία κυβέρνηση που θα έφερνε σε πέρας το πρόγραμμα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Οι παλαιοί πολιτικοί Θεοτόκης και Ράλλης είχαν παραιτηθεί και ο Ζορμπάς κάλεσε έναν πολιτικό, που είχε δείξει αποφασιστικότητα και πυγμή στο κρητικό ζήτημα και που δεν ήταν άλλος από τον Ελ. Βενιζέλο. Ο κρητικός πολιτικός έφθασε στην Αθήνα στο τέλος του έτους και απέρριψε την αίτηση να ανακηρυχθεί δικτάτωρ ή να αναλάβει την πρωθυπουργία. Στις 10 Ιανουαρίου 1910 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Στέφανος Δραγούμης, με υπουργό στρατιωτικών το Νικόλαο Ζορμπά και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε. Τον Αύγουστο του 1910 έγιναν βουλευτικές εκλογές με αντιπάλους πολιτικούς που εξέφραζαν τα παλαιά κόμματα (Θεοτόκης, Ράλλης, Ζαΐμης) και νέους πολιτικούς όπως ήταν ο Βενιζέλος. Μετά από τις επαναληπτικές εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή (12 Οκτωβρίου 1910), ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων, εξασφάλισε 307 από τις 362 έδρες στη νέα Βουλή αναλαμβάνοντας έτσι για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας.
Άρχιζε μια νέα εποχή: «Έρχομαι απλός σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών και υπό τη σημαία ταύτη καλώ όλους εκείνους, οι οποίοι συμμερίζονται τις ιδέες αυτές, εμπνέονται από τον ιερό πόθο να αφιερώσουν όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος, να συντελέσουν εις την επιτυχία των ιδεών τούτων. Η ιθύνουσα την πολιτεία μου κεντρική αρχή είναι ότι ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχει γνώμονα πάσης αυτού πράξης το κοινό συμφέρον και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσσει άνευ ενδοιασμού το συμφέρον του κόμματος στο οποίο ανήκει, ότι οφείλει να έχει πάντοτε το θάρρος των γνωμών αυτού, μηδέποτε διαψεύδων ταύτας δια να γίνεται αρεστός προς τα άνω ή προς τα κάτω, ότι προς την εξουσία πρέπει να αποβλέπει όχι ως σκοπό, αλλά ως μέσο προς επιτυχία άλλου ψηλότερου σκοπού...».
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός εξασφάλισε μεγάλο γαλλικό δάνειο για την ανόρθωση των οικονομικών και για την προμήθεια εξοπλισμών οδηγώντας τη χώρα σε εσωτερική ανασυγκρότηση, περαιτέρω εκβιομηχάνιση και πολιτική σταθερότητα. Ρυθμίστηκαν θέματα που αφορούσαν τους αγρότες, την εργατική τάξη, τα δικαιώματα των γυναικών και την αναδιοργάνωση του στρατού, που είχε χάσει το γόητρό του μετά τον πόλεμο του 1897. Γάλλοι ανέλαβαν την εκπαίδευση του στρατού και Βρετανοί ανέλαβαν την οργάνωση του στόλου. Τον Μάρτιο του 1912, επανήλθε ως αρχηγός του στρατεύματος ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» έφθασε στο Φάληρο το Σεπτέμβριο του 1911 και θα αποτελούσε την πιο σύγχρονη μονάδα του ελληνικού στόλου απέναντι στον οθωμανικό. Στο εσωτερικό, εκτός των άλλων, υπήρχε το πρόβλημα του γλωσσικού ζητήματος με τη διαμάχη για την καθιέρωση ως επίσημης γλώσσας της καθαρεύουσας ή της δημοτικής. Περίφημη είναι η φράση του δημοτικιστή Λορέντζου Μαβίλη: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι».
Στο εξωτερικό, η Βουλγαρία είχε ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο βασίλειο, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία είχε κηρύξει την ένωσή της με την Ελλάδα, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχαν χαιρετίσει με ικανοποίηση την επανάσταση των Νεότουρκων, είδαν τις ελπίδες να διαψεύδονται οικτρά, καθώς άρχιζαν οι πρώτες διώξεις και η κατάργηση των προνομίων τους από το νέο καθεστώς. Οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούσαν να επεκταθούν στις ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας, η μία σε βάρος της άλλης και ήταν έτοιμες να κατασπαράξουν το πτώμα του «Μεγάλου Ασθενούς», που δεν ήταν άλλος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ιταλία που δεν ήθελε να μείνει αμέτοχη στην αποικιοκρατική επέκταση κήρυξε τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη και στις 5 Οκτωβρίου 1911 κατέλαβε την Τρίπολη της Λιβύης ενώ τον επόμενο χρόνο θα καταλάμβανε τα Δωδεκάνησα. Οι Σάμιοι, με ηγέτη τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, εξεγέρθηκαν ζητώντας την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και ακολούθησε αντίστοιχη εξέγερση και στην Ικαρία.
Κουντουριώτης-Βενιζέλος-Δαγκλής
Οι νέες συνθήκες της εποχής οδήγησαν σε προσέγγιση τις όμορες προς την αυτοκρατορία χώρες της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ελλάδος. Από το φθινόπωρο του 1911 τα βαλκανικά αυτά κράτη επιδόθηκαν σ’ ένα μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Στην Αθήνα, πλην του Βενιζέλου, του βασιλιά Γεωργίου Α', του υπουργού εξωτερικών Γρυπάρη και του πρεσβευτή στη Σόφια Δημητρίου Πανά, ελάχιστοι γνώριζαν για την ύπαρξη μυστικών διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία, με παραδοσιακούς συμμάχους τη Σερβία και τη Βουλγαρία, προσπαθούσε να κατεβεί νότια αρπάζοντας εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εμπόδιο σταθερό, κάτι που άλλωστε ισχύει και σήμερα, θα έβρισκε τη «Γηραιά Αλβιόνα», που δεν θα επέτρεπε την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν και συνεχίζει να είναι ο λόγος για τον οποίο η Αγγλία υποστήριζε και ενίσχυε την Τουρκία. Η πολιτική αυτή είναι σταθερή από παλαιότερα και είναι γνωστή άλλωστε η φράση του Βρετανού Πρέσβη Σερ Λάιονς, σ’ ένα υπόμνημά του (1844): «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική, είτε αγγλική. Κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική». Ο Βενιζέλος θα ήταν αυτός που θα δενόταν σταθερά με το άρμα της Βρετανίας σε ολόκληρη την πολιτική του καριέρα.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, με την έγκριση της Γερμανίας, υπέγραψαν συμμαχία κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στη συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο. Ο Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε τη Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός ότι η ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, που θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως τη συμμαχία με την Ελλάδα, επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, που είχε τη δυνατότητα να εμποδίσει τη μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο τη Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα, αν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή αν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.

Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη που θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές αποκορυφώνονται λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιο», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης που είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να νικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, για να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαίδευσης με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με τη βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των πριγκίπων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».

Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων, για το πώς θα συνδυάσουν με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους. Μόνη εξαίρεση ήταν οι κοινές επιχειρήσεις μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου, σχετικά με την κατάληψη του Νόβι Παζάρ. Ο πόλεμος στην ουσία ήταν 4 διαφορετικοί πόλεμοι μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο. Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε να μεταφέρει στρατιώτες από την Ασία, για να ενισχύσει τις θέσεις της στην περιοχή των επικείμενων συγκρούσεων. Όμως, λόγω της ναυτικής υπεροχής της Ελλάδας στο Αιγαίο, αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι αναγκάστηκε να παρατάξει τις αρχικές της δυνάμεις, χωρίς επιπλέον ενισχύσεις.

Τον Οκτώβριο του 1912, τα συμμαχικά βαλκανικά κράτη που επιτέθηκαν στην Τουρκία ήταν η Σερβία, η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και η θεωρητικώς ισχυρότερη όλων Βουλγαρία. Είχε προηγηθεί κοινό τελεσίγραφο προς την Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις, όπως ήταν η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο τουρκικό κοινοβούλιο, η αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων σαν ισότιμα με τα μουσουλμανικά, ο διορισμός χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε από την Πύλη και οι παραπάνω βαλκανικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία.
Το Μαυροβούνιο ήταν το πρώτο που κήρυξε τον πόλεμο στις 15 Οκτωβρίου 1912, με κύρια επιδίωξη την κατάληψη της Σκόδρας και δευτερεύοντα στόχο το Νόβι Παζάρ. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη και η πορεία του στρατού τους ανακόπηκε μόνο στα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Οι Σέρβοι κινήθηκαν νότια και κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι, όπου συνάντησαν τον ελληνικό στρατό αργότερα. Η Ελλάδα αποβίβασε στρατό στη Χαλκιδική, αλλά το κύριο μέτωπο των δυνάμεών της κινήθηκε από Θεσσαλία προς Μακεδονία μέσω του στενού του Σαρανταπόρου.
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α'
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' με διάγγελμά του κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία:
«Προς τον λαό μου,
Οι ιερές υποχρεώσεις προς τη φιλτάτη πατρίδα, προς τους υπόδουλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουν εις το Κράτος, μετά την αποτυχία των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξη και εξασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των υπό τον τουρκικό ζυγό Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέσει τέρμα εις τη δυστυχία την οποία ούτοι υφίστανται από τόσους αιώνες. Η Ελλάς πάνοπλη μετά των συμμάχων αυτής εμπνεόμενων υπό των αυτών αισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερό αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής. Ο κατά ξηρά και θάλασσα στρατός ημών με πλήρη συναίσθηση του καθήκοντος αυτού προς το έθνος και τη Χριστιανοσύνη, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ηθική αυτού υπεροχή κατ’ αξία αποδύεται μετά πίστεως εις τον αγώνα, όπως δια του τιμίου αυτού αίματος αποδώσει την ελευθερία εις τους τυραννημένους. Η Ελλάς μετά των αδελφών συμμάχων κρατών θα επιδιώξει πάση θυσία τον ιερόν αυτό σκοπό. Επικαλούμεθα δε την αρωγή του Υψίστου στον δικαιότατο τούτο αγώνα του πολιτισμού και ανακράζουμε
Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το Έθνος!»
Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Το υπουργικό συμβούλιο: Ελευθέριος Βενιζέλος, Λ.Α. Κορομηλάς, Κ.Δ. Ρακτιβάν, Εμμ. Ρεπούλης, Ι.Δ. Τσιριμώκος, Αλ.Ν. Διομήδης, Ανδρ. Μιχαλακόπουλος.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟ 1912
Η κατάσταση του ελληνικού στρατού είχε βελτιωθεί κατά πολύ από το 1897. Στις διοικήσεις των συνταγμάτων υπήρχαν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, που είχαν εκπαιδευτεί από Γάλλους ανώτερους αξιωματικούς, ενώ το πεζικό είχε εφοδιαστεί με το καινούργιο όπλο τύπου Μάνλιχερ-Σενάουερ και πολυβόλο τύπου Σαρτλόζε. Αρχηγός του επιτελείου ορίσθηκε ο σουλιώτης Π. Δαγκλής, γιος του αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Γ. Δαγκλή, υπαρχηγός τοποθετήθηκε ο Βίκτωρ Δούσμανης, με βοηθούς τους Ι. Μεταξά, Κ. Πάλλη και Ξεν. Στρατηγό. Από τις 30 Σεπτεμβρίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του είχαν εγκατασταθεί στη Λάρισα. Απέναντί του ο ελληνικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει τουρκική δύναμη 50.000 ανδρών, υπό τον Ταξίν πασά.

Ο στρατός Θεσσαλίας, η συνολική δύναμις του οποίου ανερχόταν σε 100.000 περίπου άνδρες και 100 πυροβόλα, αποτελείτο από: 7 Μεραρχίες, υπό τη διοίκηση του Κωνσταντίνου, με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη, Κ. Καλλάρη, Κ. Δαμιανό, Κ. Μοσχόπουλο και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο, Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό και Κλεομένη Κλεομένους, 20 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη και μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανέων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Τη δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελείτο από την 8η Μεραρχία, υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, 1 σύνταγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιωνόταν και από ένα λόχο μηχανικού.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΤΟ 1912
Η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν, ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά, που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα, που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το «Ταμείο Εθνικού Στόλου» που ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ενώ κάθε έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης «Πίζα», που ονομάσθηκε «Γ. ΑΒΕΡΩΦ» και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού, καθώς και των εφέδρων 4 προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.
Ο Στόλος Αιγαίου αποτελείτο: από το θωρηκτό Αβέρωφ, τρία παλαιά θωρηκτά: «Σπέτσαι» (πλοίαρχος Γκίνης), Ψαρά και Ύδρα, 4 μεγάλα αντιτορπιλικά: «Λέων» (αντιπλοίαρχος Παπαχρήστος), «Πάνθηρ», «Αετός», «Ιέραξ», δέκα μικρότερα αντιτορπιλικά [2] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός), πέντε τορπιλοβόλα (11, 12, 14, 15, 16), το υποβρύχιο «Δελφίν» (πλωτάρχης Παπαρρηγόπουλος), το πρώτο στον κόσμο που χρησιμοποιήθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις, ένα υδροπλάνο, ένα οπλιταγωγό (Σφακτηρία), ένα ναρκοθετικό (Άρης) κι ένα ανεφοδιαστικό (Κανάρης).
Η Μοίρα Ιονίου αποτελείτο από: δύο ατμοβάριδες (Άκτιον, Αμβρακία), τέσσερις ατμομυοδρόμωνες (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας) και 3 κανονιοφόρους (Α, Β, Δ).
Η Μοίρα Ευδρόμων αποτελείτο από επίτακτα εξοπλισμένα: 5 εμπορικά (Εσπερία, Μυκάλη, Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία) και 3 βοηθητικά (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία).
Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές [3] η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909-1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Σημειώνεται ότι και η Οθωμανική αυτοκρατορία, βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης, παρήγγειλε το 1910 δύο γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο, που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑ
Την 6η Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των τουρκικών θέσεων. Οι Τούρκοι ήταν πρόχειρα οχυρωμένοι στα υψώματα βορείως της Ελασσόνας και η 1η και 2η μεραρχία κινήθηκαν κυκλωτικά με ταυτόχρονο σφυροκόπημα των εχθρικών θέσεων από το πυροβολικό. Μετά από τετράωρη μάχη οι Τούρκοι υποχώρησαν και κατευθύνθηκαν προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Τα στενά αυτά, γνωστά από τα βυζαντινά χρόνια, όπου ο Βουλγαροκτόνος κατατρόπωσε τους Βούλγαρους, ήταν από μόνα τους απόρθητο φρούριο. Οι Τούρκοι, με τη βοήθεια γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά και ο Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκολτζ πίστευε ότι θα γίνονταν το νεκροταφείο του ελληνικού στρατού.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ
Το σχέδιο του Γενικού επιτελείου προέβλεπε την κατά μέτωπο επίθεση στα στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερατική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Στα ΒΑ του χωριού Σαραντάπορο, το ύψωμα Σκοπιά ήλεγχε όλη την περιοχή από τον ποταμό Σαραντάπορο ως το δρόμο Ελασσόνας - Σερβίων, στα δυτικά. Στη φυσική οχύρωση των στενών συνέβαλλαν τα υψώματα ΝΔ της Σκοπιάς και η δύσβατη περιοχή στα βόρεια του χωριού Σαραντάπορο. H προσέγγιση της περιοχής μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.
Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κρατήσουν σταθερή άμυνα για να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων προς τα βόρεια. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπο. H προέλαση των μεραρχιών του κέντρου (1η, 2α και 3η) έγινε με δύο συντάγματα από κάθε μεραρχία. Πλησιάζοντας σε απόσταση 1.000 μέτρων, οι Έλληνες δέχθηκαν καταιγισμό εχθρικών πυρών αλλά, παρά τις σοβαρές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Παράλληλα η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν από τα πλάγια. H 5η επιτέθηκε ανοίγοντας δρόμο προς τις τοποθεσίες Λαζαράδες και Βογγόπετρα με προορισμό την Κοζάνη και η 4η προέλασε μέσω των χωριών Λιβαδερό - Μεταξάς - Τριγωνικό, για να βρεθεί στα νώτα της εχθρικής παράταξης στα Σέρβια. Τα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της μάχης ήταν μάλλον δυσμενή για τον ελληνικό στρατό. Η 6η Μεραρχία παρέμεινε στο χωριό Πετρωτό ως γενική εφεδρεία Οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο καιρός άσχημος, το έδαφος δύσβατο, το ηθικό των ανδρών μάλλον πεσμένο.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΕΡΒΙΩΝ 
Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Οι Τούρκοι στη διάρκεια της νύχτας, όταν αντιλήφθηκαν την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, που τους αιφνιδίασε και τράπηκαν σε φυγή, αφού εκτέλεσαν 75 Έλληνες προκρίτους των Σερβίων κι αφού εγκατέλειψαν πίσω τους δεκάδες πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη διάρκεια της καταδίωξης η 4η μεραρχία απελευθέρωσε τα Σέρβια.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΟΖΑΝΗΣ
Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε προς τον Αλιάκμονα ενώ το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου ένα τμήμα της ταξιαρχίας ιππικού απελευθέρωσε την Κοζάνη. H γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου τόνωσε το ηθικό του στρατού και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ωστόσο οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν βαριές: 182 νεκροί και 1.000 τραυματίες. Μετά από αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη απ’ όπου ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος σκόπευε να βαδίσει προς το Μοναστήρι για να ενωθεί με τον σερβικό στρατό. Ο Βενιζέλος ωστόσο είχε διαφορετική γνώμη. Ήθελε ο Ελληνικός Στρατός να συνεχίσει την πορεία του στη Μακεδονία και να μπει στη Θεσσαλονίκη προτού προλάβουν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όπως σχεδίαζαν. Απέστειλε λοιπόν επείγον τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο με την προτροπή να καταλάβει χωρίς χρονοτριβή τη Θεσσαλονίκη (13 Οκτωβρίου 1912): «Αναμένω να μου γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνση, την οποία θα ακολουθήσει η προέλαση του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνο να έχετε υπόψη ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουν να ευρεθούμε μία ώρα ταχύτερο εις τη Θεσσαλονίκη». Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο: «Ο στρατός δεν θα οδεύσει κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε». Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο: «Σας το απαγορεύω».
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΒΕΡΟΙΑΣ-ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Στις 14 Οκτωβρίου έγιναν αναγνωριστικές επιχειρήσεις των θέσεων του εχθρού. Το απόγευμα έφθασε στο στρατηγείο ο βασιλιάς Γεώργιος και εκδόθηκε η διαταγή πορείας του στρατού με κατεύθυνση Βέροια και κατόπιν Θεσσαλονίκη. Η 2η και 3η μεραρχία ξεκίνησαν πρώτες και πέρασαν τα στενά του Τριπόταμου που χωρίζει το υψίπεδο της Κοζάνης από την πεδιάδα της Βέροιας. Η 7η μεραρχία ξεκίνησε για την Κατερίνη και στις 15 Οκτωβρίου συνάντησε ισχυρή αντίσταση του εχθρού στο χωριό Κολοκούρι. Το απόσπασμα προσκόπων (εθελοντών) που ακολουθούσε την 7η μεραρχία τις νυχτερινές ώρες ανατίναξε τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη - Βέροια. Το ίδιο βράδυ έφθανε στο Γενικό Στρατηγείο τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών, που πληροφορούσε ότι οι Σέρβοι είχαν καταλάβει το Ιστίπ και οι Βούλγαροι από το Νευροκόπι προέλαυναν προς τη Δράμα και τις Σέρρες. Στις 16 Οκτωβρίου 1912, η 7η μεραρχία εισήλθε στην Κατερίνη και η 2η στη Βέροια, ενώ η 5η μεραρχία ήταν καθηλωμένη έξω από το χωριό Πέρδικα, όπου 1.000 περίπου Τούρκοι με 6 ορειβατικά πυροβόλα αντιστέκονταν λυσσαλέα. Την 18η Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στη Νάουσα.
Ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, ο διάδοχος Γεώργιος και ο Δήμαρχος Χαλίλ-Αλή Βέη,
κατά την απελευθέρωση της Βέροιας
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς, μετά την ήττα στο Σαραντάπορο και την ουσιαστική διάλυση του στρατού του κατά τις υποχωρητικές κινήσεις είχε στη διάθεσή του 25.000 άνδρες και 30 πυροβόλα. Αποφάσισε να οχυρώσει τα υψώματα δυτικά των Γιαννιτσών, ανάμεσα στην ομώνυμη λίμνη και το όρος Πάικο, για να προστατεύσει την ιερή για τους Μουσουλμάνους αυτή πόλη, που φιλοξενούσε τους τάφους του Γαζή Εβρενός Μπέη, του πρώτου Τούρκου κατακτητή της Ευρώπης και των απογόνων του.
Στις 19 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών με εξαίρεση την 7η μεραρχία που κινήθηκε ανατολικά από τη λίμνη με κατεύθυνση τον Λουδία ποταμό. Η κύρια όμως μάχη δόθηκε στο Μελίσσι (Μπαλίντζα) όπου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού καθηλώθηκε από το σφυροκόπημα του τουρκικού πυροβολικού. Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν φοβερά ταλαιπωρημένοι από την εξαντλητική πορεία τόσων ημερών, κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Είχαν προβλήματα εφοδιασμού, αλλά το ηθικό τους ήταν υψηλό, ύστερα από τις μεγάλες νίκες. Κάτω από συνεχή κανονιοβολισμό και υπό δυνατή βροχή οι μονάδες της 3ης και 2ης μεραρχίας περνούσαν τη γέφυρα και έπαιρναν θέσεις στο πεδίο μεταξύ Μελισσίου και Γιαννιτσών. Με το πρώτο φως της 20ης Οκτωβρίου ξανάρχισαν οι κανονιοβολισμοί, αλλά οι εύζωνοι προχωρώντας κάτω από τις συνεχείς βολές και με εφ’ όπλου λόγχη καταλάμβαναν μετά από μάχες σώμα με σώμα το ένα μετά το άλλο τα εχθρικά οχυρώματα. Γύρω στις 8:45 το 9ο ευζωνικό τάγμα, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα των νεκροταφείων της πόλης. Με τα 4 πυροβόλα που ήταν οχυρωμένα σ’ αυτό, κυνήγησε τους υποχωρούντες Τούρκους ανατολικά. Οι υπόλοιπες γραμμές, με κίνδυνο να περικυκλωθούν, ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το μέτωπο από τους τσολιάδες, παράτησαν τα πυροβόλα και τράπηκαν σε φυγή προς Θεσσαλονίκη.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 200 νεκροί και 800 τραυματίες, ενώ 3.000 Τούρκοι στρατιώτες είχαν αιχμαλωτισθεί μαζί με δύο πολεμικές σημαίες. Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη, από το δρόμο της Αξιού ήταν της 2ης μεραρχίας με μέραρχο τον Καλάρη. Γύρω στις 11:00 από τον ίδιο δρόμο μπαίνει και ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Δημογέροντες της ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου, υποδέχτηκαν τούς ελευθερωτές μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητωκραυγών. 600 χρόνια ξενικής κατοχής έλαβαν τέλος. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία για τους νεκρούς. Μετά τον ενταφιασμό τους, ψάλθηκε μεγάλη δοξολογία, για τη νικηφόρα έκβαση της μάχης.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αν και η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες με συνέπεια την καθυστέρηση. Η διάβαση του Αξιού απαίτησε 2 μέρες και το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου είχαν διαπεραιωθεί στην ανατολική όχθη όλες σχεδόν οι μονάδες. Την επόμενη έφθασαν στο Γενικό Στρατηγείο δυο Τούρκοι αξιωματικοί του επιτελείου του Ταξίν πασά για διαπραγματεύσεις. Ο Κωνσταντίνος τους δήλωσε ότι δεχόταν να παραιτηθεί από τη μάχη, με την προϋπόθεση να παραδοθεί ο τουρκικός στρατός, αφοπλισμένος ως αιχμάλωτος πολέμου, εκτός από τους αξιωματικούς που θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, και να μεταφερθεί με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης σε λιμάνι της Μικράς Ασίας.
Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή στον ελληνικό στρατό να προελάσει προς τη Θεσσαλονίκη. Πέντε αιώνες οθωμανικής κατοχής και τυραννίας έλαβαν τέλος. Ήταν τότε στις 29 Μαρτίου 1430, που οι Τούρκοι, ύστερα από πολύχρονη πολιορκία είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ήταν η τρίτη φοβερή άλωση της πόλης μετά από εκείνες των Αράβων και των Νορμανδών. Ο Ιωάννης Αναγνώστης είχε περιγράψει την πολιορκία, τη χρήση πυρίτιδος υπό των Οθωμανών, τις ηρωικές προσπάθειες των κατοίκων στα τείχη και την άθλια συμπεριφορά των Βενετών, που βρήκαν καταφύγιο στα πλοία τους και εγκατέλειψαν τον πληθυσμό στο έλεος του εισβολέα. Είχαν ακολουθήσει λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Οι ναοί είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ενώ είχε ακολουθήσει εποικισμός της Θεσσαλονίκης από Τούρκους μετανάστες.
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, η 7η μεραρχία και δύο αποσπάσματα ευζώνων απελευθέρωναν την πόλη, προλαβαίνοντας τους Βούλγαρους στους οποίους επετράπη μόνο σε δύο τάγματα να εισέλθουν στην πόλη. Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς συνυπέγραψαν με τον Ταξίν πασά το πρωτόκολλο παράδοσης, [1] σύμφωνα με το οποίο παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες, 1.000 αξιωματικοί, 70 πυροβόλα και 70.000 τουφέκια. Στις 28 Οκτωβρίου παρουσία του Κωνσταντίνου και του επιτελείου του, έγινε δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά, όπου οι Έλληνες κάτοικοι αποθέωσαν τους ελευθερωτές τους.
Ως τις 10 Νοεμβρίου η ελληνική ζώνη είχε επεκταθεί προς τα βόρεια ως τη λίμνη της Δοϊράνης και τη Γευγελή, όπου σταματούσε η σερβική ζώνη και προς τα ανατολικά ως το Στρυμόνα όπου σταματούσε η βουλγαρική ζώνη. Δυτικά όμως η 5η μεραρχία ηττήθηκε στη μάχη της Βεύης με απώλειες 168 νεκρούς, αποτυγχάνοντας να προελάσει μέχρι το Μοναστήρι που ήταν ο αντικειμενικός της σκοπός. Όταν ήρθαν ενισχύσεις από τη Θεσσαλονίκη, οι ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν τον εχθρό στο χωριό Κόμανο, στο δρόμο Κοζάνης-Πτολεμαΐδας, όπου είχαν πάλι πολλές απώλειες. Στις 7 Νοεμβρίου κατελήφθη η Φλώρινα και στο μεταξύ το Γενικό Στρατηγείο έλαβε τηλεγράφημα από το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι το Μοναστήρι κατελήφθη από τους Σέρβους και ότι η τουρκική φρουρά 40.000 ανδρών υποχώρησε προς την Κορυτσά.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, από τον ελληνικό στρατό, ολοκληρώθηκε και η προώθησή του στην Ήπειρο (μέχρι και τη γραμμή Αργυρόκαστρο-Κορυτσάς). Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος απέστειλε προς την Κορυτσά την 3η, 4η και 6η μεραρχία με σκοπό τον αποκλεισμό της. Οι αποκλεισμένοι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο χωρίς επιτυχία και υποχώρησαν προς τα Ιωάννινα και έτσι στις 7 Δεκεμβρίου η 3η μεραρχία, έπειτα από τριήμερη μάχη, κατέλαβε την Κορυτσά της Β. Ηπείρου. Ενώ Βούλγαροι και Σέρβοι είχαν υπογράψει ανακωχή με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία στην Τσατάλτζα, η Ελλάδα αρνήθηκε να υπογράψει εφόσον συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο, αλλά και του στόλου στο Αιγαίο.
Ήδη στην Ήπειρο στην περιοχή της Άρτας, από τον Οκτώβριο του 1912, υπήρχε η στρατιά της Ηπείρου που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Κ. Σαπουντζάκη και αριθμούσε 282 αξιωματικούς και 7.915 οπλίτες με 24 πυροβόλα. Απέναντί τους είχαν 15.000 περίπου Τούρκους με διοικητή τον Εσάτ πασά. Η μικρή αριθμητική δύναμη της στρατιάς της Ηπείρου την περιόρισε σε δευτερεύοντα ρόλο και μόλις την 11η Οκτωβρίου κατέλαβε το χωριό Κουμτζάδες και την 12η Οκτωβρίου κατέλαβε τη Φιλιππιάδα, που είχε εκκενωθεί από τον τουρκικό στρατό μετά από διαταγή του Εσάτ πασά, που αγνοούσε την πραγματική δύναμη του ελληνικού στρατού.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
Στις 20 Οκτωβρίου ξεκίνησε επιχείρηση προς κατάληψη της Πρέβεζας, στην οποία είχε πλησιάσει και η μοίρα Ιονίου του ελληνικού ναυτικού. Η τουρκική φρουρά της πόλης είχε σχηματίσει γραμμή άμυνας πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Νικόπολης με προχωρημένα τμήματα στο ύψωμα Φλάμπουρα. Τα ελληνικά τμήματα βλήθηκαν και από εξοπλισμένη με πολυβόλα Μαξίμ τουρκική βενζινάκατο, που όμως βυθίστηκε από εύστοχη βολή ελληνικού πυροβόλου. Την ίδια μέρα βομβαρδίστηκε το φρούριο της Πρέβεζας από την ελληνική μοίρα Ιονίου, που βύθισε και τα τουρκικά τορπιλοβόλα «Αττάλια» και «Τοκάτ». Στις 21 Οκτωβρίου 1912 παραδόθηκε η Πρέβεζα και οι 1.000 περίπου Τούρκοι που την υπερασπίζονταν. Η μάχη της Νικόπολης είχε στοιχίσει στο στρατό μας 10 νεκρούς και 54 τραυματίες.
ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΠΗΓΑΔΙΩΝ
Στο μεταξύ ο Εσάτ πασάς εξαπέλυσε επίθεση με 5 τάγματα εναντίον των ευζώνων που βρίσκονταν στο χωριό Ανώγι. Κέντρο εξόρμησης των Τούρκων ήταν τα Πέντε Πηγάδια, όπου βρισκόταν ο ίδιος ο διοικητής των Ιωαννίνων και κατεύθυνε τις επιχειρήσεις. Η μάχη των Πέντε Πηγαδιών διήρκεσε 7 μέρες (24-30 Οκτωβρίου), χωρίς να επικρατήσει κανένας αντίπαλος. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 26 νεκροί και 222 τραυματίες.

Μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου είχε απελευθερωθεί το Μέτσοβο (27 Οκτωβρίου) από απόσπασμα 330 ανδρών, η Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), η Καστοριά (11 Νοεμβρίου) και το Συρράκο (23 Νοεμβρίου). Ο Χιμαριώτης συνταγματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομίλιος, ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, αφού στρατολόγησε συμπατριώτες του, μαζί με Κρήτες εθελοντές απελευθέρωσε στις 5 Νοεμβρίου τη Χιμάρα.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΡΙΣΚΟΥ
Οι Τούρκοι στην Ήπειρο, αν και αποκλεισμένοι, πολέμησαν γενναία, προξενώντας στον ελληνικό στρατό σημαντικές απώλειες. Εκεί σκοτώθηκε και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, 53 ετών. Ήταν στη μάχη του Δρίσκου όταν το σώμα των Γαριβαλδινών αποδεκατιζόταν από τα τουρκικά κανόνια, κι ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν νεκροί οι αξιωματικοί του. Ένα βόλι του διαπέρασε το πρόσωπο, του τραυμάτισε τα δύο μάγουλα και του έσπασε πολλά δόντια. Υποχρεώθηκε τότε να αποτραβηχτεί. Σ’ ένα εξωκλήσι του Δρίσκου ήταν το προσωρινό νοσοκομείο. Και φτάνοντας εκεί ο λαβωμένος σήκωσε το βλέμμα για να ιδεί ακόμα μια φορά τον κάμπο του πολέμου, και τότε ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ
Οι Τούρκοι είχαν κι ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην Ήπειρο, που δεν ήταν άλλο παρά οι τρομερές οχυρώσεις στο ύψωμα Μπιζάνι, 15 χλμ. έξω από τα Ιωάννινα. Ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, δεχόμενος καταιγισμό πυρών του τουρκικού πυροβολικού και το μόνο που του έμενε ήταν να περιμένει κι άλλες ενισχύσεις. Στις 6 Ιανουαρίου 1913, ο Κωνσταντίνος μαζί με το Γενικό Στρατηγείο αναχώρησε ατμοπλοϊκώς από τη Θεσσαλονίκη, για να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, όπου έφθασε στις 10 Ιανουαρίου και εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο.

Ήδη είχαν φθάσει στο μέτωπο της Ηπείρου, η 4η μεραρχία με δύναμη 10.000 άνδρες και η 6η μεραρχία με δύναμη 7.000 άνδρες. Η στασιμότητα των επιχειρήσεων είχε ανησυχήσει σοβαρά τον Βενιζέλο, αφού οι Τούρκοι πληρεξούσιοι στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου κέρδιζαν στο διπλωματικό παιχνίδι, με το επιχείρημα της αποτυχίας των ελληνικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Το τελικό σχέδιο για την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι προέβλεπε συσπείρωση όλων των δυνάμεων και ελιγμό αιφνιδιασμού. H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 41.500 άνδρες, 48 πολυβόλα και 93 πυροβόλα. Οι οχυρωμένοι Τούρκοι αριθμούσαν 30.000 άνδρες και 112 πυροβόλα. Το σχέδιο του Κωνσταντίνου ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, καθώς αποσκοπούσε στην ευρεία υπερκέραση από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και στην κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα θα γίνονταν επιθέσεις στο κεντρικό και ανατολικό τομέα, για την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων που υπήρχαν εκεί.
Στις 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης με βολές πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων πεζικού, από το Α' τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι - Κουτσελιά - Καστρίτσα. Το 2ο τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με πλήρη μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσα - Άγιος Νικόλαος - Τσούκα. Με το πρώτο φώς της επομένης, το 2ο τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα και το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων κατόρθωσε να φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη, φροντίζοντας να καταστρέψει την επικοινωνία της πόλης με τα οχυρά του Μπιζανίου. Οι φήμες της προέλασης του ελληνικού στρατού είχαν σκορπίσει τον πανικό στον τουρκικό πληθυσμό των Ιωαννίνων.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου του 1913, έφθασε στις προφυλακές του 9ου τάγματος ευζώνων της 2ης μεραρχίας ένα αμάξι. Σ’ αυτό επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ραούφ κι ο ανθυπολοχαγός Ταλαάτ που έφερναν μαζί τους επιστολή που υπογραφόταν από τους προξένους στα Γιάννενα της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γαλλίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.

Στις 2 τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, οι απεσταλμένοι συνοδευόμενοι από το διοικητή του 9ου τάγματος Ιωάννη Βελισαρίου, έφθασαν στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε ασυζητητί για την παράδοση και στις 5:30 το πρωί, δόθηκε διαταγή κατάπαυσης του πυρός προς όλες τις μονάδες. Στις 23 Φεβρουαρίου οι μονάδες του 2ου τμήματος που είχαν εκτελέσει την κύρια επίθεση παρέλασαν στους δρόμους των Ιωαννίνων υπό τις επευφημίες και τα δάκρυα των Ελλήνων κατοίκων της πόλης.
Ήταν το 1430, όταν έμπαινε στην πόλη κατακτητής ένας Τούρκος, ο Σινάν πασάς. Και θα έμενε ο Τούρκος κατακτητής για 500 χρόνια περίπου. Την 1η Μαρτίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς τον Κωνσταντίνο, όριζε τη γραμμή πέρα από την οποία δε θα έπρεπε να προελάσει ο ελληνικός στρατός προς τα βόρεια. Η γραμμή αυτή περνούσε από το Τεπελένι, το Δαγκλή-Νταγκ και το Παναρέτι και κατέληγε στη Μοσχόπολη.
Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Στο μεταξύ, τα υπό Οθωμανική διοίκηση νησιά του ΝΑ Αιγαίου πέρασαν σε ελληνικά χέρια. Ο τουρκικός στόλος μόνο 2 φορές προσπάθησε να βγει από τα στενά των Δαρδανελλίων για να απωθήσει τον ελληνικό (ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου) χωρίς όμως επιτυχία. Για να αποκτηθεί ο έλεγχος του Αιγαίου Πελάγους, θα έπρεπε ο ελληνικός στόλος να ξεκινήσει με την κατάληψη των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Τενέδου και Ίμβρου, για να αποκλείσει τους Τούρκους στα Δαρδανέλλια. Η Λήμνος εξάλλου με τον όρμο του Μούδρου προσφερόταν και για αγκυροβόλιο του στόλου. Τα νησιά αυτά δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις για τη φύλαξή τους, σε αντίθεση με τη Λέσβο και τη Χίο, όπου οι Τούρκοι διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις με δεδομένη την οικονομική σημασία που είχαν αυτά τα νησιά για την Υψηλή Πύλη. Η Ελλάδα διέθετε τον ισχυρότερο στόλο από τους άλλους βαλκανικούς συμμάχους με ναυαρχίδα το θωρηκτό εύδρομο «Γεώργιος Αβέρωφ» (πλοίαρχος Κουντουριώτης, αντιπλοίαρχος Δούσμανης), που ήταν η πιο αξιόμαχη και σύγχρονη μονάδα που χρησιμοποιήθηκε στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αιγαίου.

ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
Στις 5 Οκτωβρίου το μεσημέρι τελέστηκε στο Ναύσταθμο του Φαλήρου, πάνω στο «Αβέρωφ», αγιασμός όπου μεταξύ άλλων ήταν παρόντες ο βασιλιάς Γεώργιος Α', ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Ο στόλος ξεκίνησε και στις 6 Οκτωβρίου 1912 έφθασε έξω από το κάστρο της Λήμνου όπου στις 9 Οκτωβρίου δύο λόχοι του 20ου συντάγματος κατέλαβαν το νησί. Ο Μούδρος μετατράπηκε ύστερα από σκληρή δουλειά των πληρωμάτων σε πολεμική βάση και ακολούθησαν σύντομες πολεμικές επιχειρήσεις που σ’ ένα μήνα κατέληξαν στην απελευθέρωση των νησιών Αγίου Ευστρατίου, Σαμοθράκης, Τενέδου, Ικαρίας, καθώς και στην κατάληψη του Αγίου Όρους. 

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ
Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η στιγμή της απελευθέρωσης των Ψαρών. Την 22η Οκτωβρίου εκδόθηκε το ακόλουθο ανακοινωθέν: «Το αντιτορπιλικό Ιέραξ υπό τον κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Αντ. Βρατσάνον ευτύχησε σήμερα να χαιρετίσει δια των νενομισμένων βολών την ελληνική σημαία και τη δόξα των Ψαρών. Όταν ο Ιέραξ αγκυροβόλησε εις τα Ψαρά, υποχρέωσε κατόπιν κανονιοβολισμού την τουρκική φρουρά σε παράδοση και στη συνέχεια κατέλαβε τη νήσο».

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΛΕΣΒΟΥ ΚΑΙ ΧΙΟΥ
Στις 7 Νοεμβρίου 1912 αποβιβάστηκε στη Μυτιλήνη ναυτικό άγημα 250 ανδρών κι ένα τάγμα πεζικού 1.019 οπλιτών. Μετά από μάχες που κράτησαν περίπου ένα μήνα και μετά από ενισχύσεις της ελληνικής δύναμης, η τουρκική φρουρά της Λέσβου παραδόθηκε. Ταυτόχρονα ένα σύνταγμα της 2ης μεραρχίας με μία πυροβολαρχία Κρουπ αποβιβάστηκαν στην περιοχή Κοντάρι της Χίου. Το πρωί της 12ης Νοεμβρίου η τουρκική φρουρά, ύστερα από σύντομη μάχη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του νησιού και αποσύρθηκε στο χωριό Καριές. Μέχρι την 20η Δεκεμβρίου είχε εκκαθαριστεί το νησί στο σύνολό του, στοιχίζοντας στο ελληνικό στρατό και ναυτικό 36 νεκρούς και 166 τραυματίες. Η Σάμος, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, είχε απομείνει απλά υποτελής στην Πύλη με Έλληνα ηγεμόνα και με την κήρυξη του πολέμου η κυβέρνησή της με πρόεδρο τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα. 

Ο Ν. ΒΟΤΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αξιομνημόνευτα είναι δύο ναυτικά επεισόδια που συνέβησαν αυτή την περίοδο. Το ένα έγινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου. Ο Ν. Βότσης, κυβερνήτης τορπιλοβόλου, ξεκίνησε από τη Σκάλα Λιτόχωρου στις 8 το βράδυ και στις 11 περίπου μπήκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τα αβαθή των εκβολών του Αξιού. Όταν βρέθηκε σε απόσταση 150 μέτρων από την κορβέτα «Fetih- I Bulend» (Φετίχ Μπουλέντ) εκσφενδόνισε τορπίλες που ανατίναξαν το εχθρικό πλοίο, βυθίζοντάς το μαζί με 14 ναύτες. Το ελληνικό πλοίο επέλεξε για τη διαφυγή του την κύρια είσοδο του λιμανιού, που ήταν ναρκοθετημένη και κατάφερε να ξεφύγει τόσο από τις νάρκες όσο και από το πυροβολείο του φρουρίου Καραμπουρνού.

Το δεύτερο επεισόδιο έγινε στο λιμάνι των Κυδωνιών (Αϊβαλί), όπου την 6η Νοεμβρίου 1912, το τορπιλοβόλο 14 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Ν. Αργυρόπουλο μπήκε στον κόλπο εμπρός στο Αϊβαλί και προσπάθησε να αιχμαλωτίσει την τουρκική κανονιοφόρο «Trabzon». Τελικά, το εχθρικό πλοίο βυθίστηκε μαζί με τον κυβερνήτη του, που αρνήθηκε να το εγκαταλείψει.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ
«Η Ελλάς δεν αναμένει από εσάς να αποθάνετε γι’ αυτήν. Αναμένει να νικήσετε». Αυτή ήταν η εντολή του Ελευθερίου Βενιζέλου προς το Ναύαρχο Π. Κουντουριώτη για την προσπάθειά του να διώξει τους Τούρκους από το Αιγαίο. Στις 8 το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου 1912, η «Σφενδόνη», που περιπολούσε έξω από τα Στενά του Ελλήσποντου αντιλήφθηκε το καταδρομικό «Μετζιτιέ» στην έξοδό του. Αμέσως το πλησίασε και σε απόσταση 3.000 μέτρων του έριξε 4 οβίδες, για να απαντήσουν τα πυροβόλα των φρουρίων Κουμ-Καλέ και Σεδού Μπχαρ. Η εμφάνιση αυτή ενίσχυσε τις υποψίες για επικείμενη έξοδο του τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια.

Στις 3 Δεκεμβρίου, κι ενώ ο ελληνικός στόλος περιπολούσε διαρκώς την έξοδο των Δαρδανελίων, έγιναν αντιληπτοί οι καπνοί του εξερχομένου από τα Στενά τουρκικού στόλου. Ώρα 9:22 η τουρκική ναυαρχίδα «Χαϊρεντίν Βαρβαρόσα» μαζί με τα θωρηκτά «Τουργούτ-Ρέις», «Μετζιτιέ» και «Ασάρι-Τεφίκ» ύστερα από εντολή του Τούρκου ναυάρχου Ραμίζ, άρχισαν να βάλλουν κατά του Ελληνικού Στόλου, από απόσταση 12.500 μέτρων. Απάντησαν τα ελληνικά πλοία και στις 9:35, το «Αβέρωφ» ύψωσε το σήμα ότι καθιστά την κίνησή του ανεξάρτητη και αφού αύξησε την ταχύτητά του στα 20 μίλια, διέγραψε μία πολυγωνική πορεία και βρέθηκε στο μέσο του τουρκικού στόλου, βαλλόμενο πανταχόθεν. Το ελληνικό πλοίο χαμένο μέσα στους καπνούς της μάχης, μαχόταν μόνο κατά του εχθρικού στόλου και έβαλλε κατά των τουρκικών πολεμικών. Όταν ο Τούρκος ναύαρχος Ραμίζ μπέης αντιλήφθηκε το «Αβέρωφ» να έρχεται καταπάνω του, διέταξε στροφή 180 μοιρών και είσοδο πάλι στα Στενά του Ελλησπόντου.
Η ναυμαχία της Έλλης διήρκεσε μία ώρα και τα πυρά των ελληνικών πυροβόλων είχαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ευστοχία από τα εχθρικά πυρά, προξενώντας φθορές στα τουρκικά πλοία και πάνω από 100 νεκρούς, ενώ οι απώλειες του ελληνικού ναυτικού ήταν δύο νεκροί. Έκτοτε ο τουρκικός στόλος επιχείρησε διάφορες εξόδους από τον Ελλήσποντο, αλλά μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία του ελληνικού στόλου, που είχε ως ορμητήριό του τον όρμο του Μούδρου, επανερχόταν στα Στενά, υπό την προστασία των πολυβολείων του. Όμως οι Τούρκοι συνέλαβαν ένα σχέδιο αντιπερισπασμού για να ξεγελάσουν τον στόλο και να ξεχυθούν προς τα νησιά του Αιγαίου.
Στις 30 Δεκεμβρίου, τουρκικός ασύρματος συνέλαβε μη κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα του κυβερνήτη της επίτακτης «Μακεδονίας» προς τον Κουντουριώτη, με το οποίο του ανέφερε, ότι θα κατέπλεε στη Σύρο για επισκευή του πηδαλίου του. Το «Χαμιντιέ» με κυβερνήτη τον Ραούφ μπέη, παρέμεινε κρυμμένο πίσω από τα οχυρά των Δαρδανελλίων και τη νύχτα της 1ης προς 2α Ιανουαρίου, βγήκε από τα στενά χωρίς να γίνει αντιληπτό από την ελληνική περίπολο, που για να αποφύγει τους ισχυρούς βόρειους ανέμους και τα κύματα, είχε βρει καταφύγιο στα υπήνεμα νερά της Ίμβρου και της Τενέδου. Το «Hamidieh», έφθασε στην Ερμούπολη και βομβάρδισε τόσο τη «Μακεδονία», όσο και το λιμάνι της Σύρου. Η ελληνική κυβέρνησε θορυβήθηκε και διέταξε τον Έλληνα Ναύαρχο να καταδιώξει το τουρκικό καταδρομικό. Ευτυχώς ο Υδραίος ναύαρχος δεν υπάκουσε την εντολή του Βενιζέλου, γιατί υποπτεύθηκε ότι επρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού. Πράγματι ο τουρκικός στόλος ετοιμαζόταν σε νέα προσπάθεια εξόδου από τα στενά των Δαρδανελλίων.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
Στις 8:20 το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1913 ο «Λέων» ανέφερε ότι ο τουρκικός στόλος είχε εξέλθει από τα Στενά. Αμέσως, ο ελληνικός στόλος εξέπλευσε από το Μούδρο στις 9:45 και συναντήθηκε με τον «Λέοντα» κοντά στο ακρωτήριο Ειρήνη της Λήμνου. Στις 11:34 τα τουρκικά πλοία έβαλλαν κατά των ελληνικών από απόσταση 8.400 μέτρων. Και πάλι όμως το τουρκικό πυροβολικό αποδείχθηκε άστοχο. Οι Έλληνες πυροβολητές απάντησαν πλήττοντας καίρια τους στόχους τους. Το μεσημέρι ο «Αβέρωφ» ξεκίνησε τη μοναχική του πορεία, καταδιώκοντας την τουρκική ναυαρχίδα, αφού τα ελληνικά παλαιά θωρηκτά ήταν αδύνατο να το ακολουθήσουν. Ο τουρκικός στόλος έντρομος υποχώρησε και στις 14:30 διέφυγε στα Δαρδανέλλια για να μη ξαναβγεί μέχρι το τέλος του πολέμου. 

Σε όλη τη διάρκεια της ναυμαχίας ο ελληνικός στόλος έριξε συνολικά 800 βολές. Το θωρηκτό «Μπαρμπαρόσα» δέχτηκε πάνω από 20 βλήματα με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο μεσαίος του πύργος και να βρουν το θάνατο 35 άνδρες. Το «Τουργκούτ-Ρέις» δέχτηκε 47 βλήματα, πλημμύρισε το λεβητοστάσιο και σκοτώθηκαν 47 ναύτες, ενώ ανάλογες ζημιές είχαν και τα άλλα πολεμικά πλοία των Τούρκων. Το ελληνικό ναυτικό είχε εξασφαλίσει την κυριαρχία του Αιγαίου και του Ιονίου, και είχε πετύχει την έξωση των Τούρκων από τα νησιά, ύστερα από 6 αιώνες οθωμανικής κατοχής.
Αξίζει να σημειώσουμε την πρώτη πολεμική αποστολή αεροναυτικής συνεργασίας που σημειώθηκε στα παγκόσμια χρονικά. Ήταν στις 24 Ιανουαρίου 1913, όταν το υδροπλάνο «Ναυτίλος», με πλήρωμα το λοχαγό Μιχ. Μουτούση και το σημαιοφόρο Αριστ. Μωραϊτίνη, αποθαλασσώθηκε από το Μούδρο, διέτρεξε 112 μίλια πάνω από τη χερσόνησο της Καλλίπολης και από την πόλη Μάδυτο πετώντας σε ύψος 1.300 μέτρων και έριξε 4 αυτοσχέδιες μικρές βόμβες στο ναύσταθμο του Ναγαρά, πλήττοντας μεταγωγικό και θανατώνοντας 20 Τούρκους ναύτες.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Η ταχεία κατάρρευση της Τουρκίας αποτέλεσε έκπληξη για ολόκληρη την Ευρώπη. Τα βαλκανικά κράτη είχαν καταλάβει περισσότερα εδάφη από όσο είχαν φανταστεί και υπολογίσει. Έτσι οι 6 Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ρωσία) συμφώνησαν να συγκαλέσουν στο Λονδίνο διάσκεψη των βαλκανικών κρατών για να συζητήσουν για την ειρήνη στην περιοχή των Βαλκανίων. Τα μεγάλα ζητήματα ήταν η δημιουργία του βασιλείου της Αλβανίας, η διάθεση των νησιών του Αρχιπελάγους και το ζήτημα της εξόδου της Σερβίας προς τη θάλασσα. Την ελληνική αντιπροσωπεία την αποτελούσαν οι Ε. Βενιζέλος, Στεφ. Σκουλούδης Γ. Στρέιτ ως πρεσβευτής στο Λονδίνο, ο καθηγητής Ν. Πολίτης, ο υποστράτηγος Π. Δαγκλής αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού μαζί με τους λοχαγούς Ι. Μεταξά, Ι. Εξαδάκτυλο και Αλ. Βούρο. 
Αυστρία και Ιταλία επέμεναν στη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, κάτι που σήμαινε απώλεια εδαφών για την Ελλάδα και τη Σερβία που με θυσίες τα είχαν αποκτήσει. Αλλά και η τουρκική πλευρά ήταν αδιάλλακτη και μόνο μετά τη ναυμαχία της Λήμνου αποφάσισε να υπογράψει τη συνθήκη. Τον Ιανουάριο του 1913, το κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» οργάνωσε πραξικόπημα στην Τουρκία και η νέα κυβέρνηση υπό τον Εμβέρ μπέη αποφάσισε να συνεχιστούν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Ακολούθησαν απανωτές ήττες για την Τουρκία στην Αδριανούπολη, στη Σκόδρα και τα Ιωάννινα, ώστε να υποχωρήσει και η νέα κυβέρνηση της Τουρκίας να δεχτεί τα τετελεσμένα, που ήταν η απώλεια μέρους των ευρωπαϊκών εδαφών, η απώλεια των νησιών του Αρχιπελάγους και της Κρήτης και τελικά να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ειρήνης και στην υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 17 Μαΐου 1913.
Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1913
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ
Παρόλο που οι βαλκανικές χώρες συμμάχησαν εναντίον ενός κοινού εχθρού (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η συμμαχία τώρα δε στηριζόταν σε σταθερά θεμέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε όταν η Βουλγαρία δεν μπορούσε να βρει μια κοινή γραμμή για την τύχη των νέων περιοχών που είχαν κατακτηθεί και βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική και ρουμανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εμφανής, ιδιαίτερα επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα μικρό ένοπλο τμήμα τους στην Θεσσαλονίκη, όμως το τμήμα αυτό ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εντάσεις. Σημειώθηκαν γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των Βουλγάρων με τους Έλληνες, αλλά και με τους Σέρβους και οι ένοπλες δυνάμεις όλων των πλευρών ήταν σε ετοιμότητα.
Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας και από κοινού επιθέσεως σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχτεί επίθεση από τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο Βούλγαρος Τσάρος Φερδινάνδος Α' και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς προηγούμενη έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεμο στην Σερβία και την Ελλάδα. Επιτέθηκαν στον σερβικό στρατό στη Γευγελή και στον ελληνικό στη Νιγρίτα.

Ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε υπεράριθμες αντίπαλες μονάδες και καθηλώθηκε, όμως ο ελληνικός σημείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις του. Ο ελληνικός στρατός πέρασε σύντομα στην αντεπίθεση και επικράτησε στην Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αμέσως μετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις: προς δυτικά στον ποταμό Νέστο και προς τον Στρυμόνα, επικρατώντας στην Μάχη Δοϊράνης και του Μπέλες. Όμως αυτό το τμήμα του προωθήθηκε προς τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς. Τη στιγμή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι δύο πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουμανίας από βόρεια.

Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά μέτωπα, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30 χλμ. έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου τερματίστηκαν επίσημα οι συγκρούσεις. Οι Τούρκοι κατέλαβαν και πάλι την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που την είχαν χάσει κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Επίσης ανακατέλαβαν και όλη την Ανατολική Θράκη.

ΡΗΞΗ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Οι διενέξεις μεταξύ των συμμάχων στη διάρκεια του πολέμου με την Τουρκία αποτέλεσαν τα σπέρματα ενός νέου πολέμου. Ιδιαίτερα οξύ ήταν το ζήτημα της εδαφικής λείας που περιπλέχθηκε αμέσως μετά τις πρώτες νίκες. Αδικημένη βρέθηκε η Σερβία, που έχανε τη διέξοδο προς την Αδριατική λόγω του ενδιαφέροντος της Αυστρίας και της Ιταλίας για τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού βασιλείου. Οι Βούλγαροι ονειρεύονταν τη μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και επιζητούσαν με κάθε θυσία περισσότερα εδάφη.

Οι μελλοντικές δυσχέρειες στο επίπεδο των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων είχαν διαφανεί, αμέσως μετά τις πρώτες νίκες, όταν ο Λάμπρος Κορομηλάς υπέβαλε σχέδιο διανομής των εδαφών της Τουρκίας: η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά έμεναν κάτω από διεθνές καθεστώς, η περιοχή ανάμεσα στο Νέστο και στον Έβρο θα περιερχόταν στη Βουλγαρία, η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη και η Αυλώνα στην Ελλάδα. Η Σόφια ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στις ελληνικές εισηγήσεις και έχοντας εμπιστοσύνη στον πανίσχυρο στρατό της παρέμενε αδιάλλακτη στις αξιώσεις της, που αφορούσαν όχι μόνο ολόκληρη τη Θράκη αλλά και τη Μακεδονία στο σύνολό της.
Τα προμηνύματα της βουλγαρικής πολιτικής τα είχε ήδη λάβει η ελληνική κυβέρνηση το Νοέμβριο του 1912, όταν ο Κωνσταντίνος ευθύς μετά τη συνάντησή του με το Σέρβο διάδοχο στο Μοναστήρι, είχε διαμηνύσει στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο: «Μετά των Σέρβων δεν συγκρουόμαστε ουδαμού, πάντες δε οι Σέρβοι επιθυμούν διατήρηση της συμμαχίας στο μέλλον με την πρόβλεψη κοινής ημών αντίθεσης προς τους Βουλγάρους». Με την εξέλιξη των γεγονότων έτεινε να ενισχυθεί παράλληλα με την ελληνοβουλγαρική δυσπιστία και η δυσπιστία ανάμεσα στη Σόφια και το Βελιγράδι. Στις 25 Φεβρουαρίου 1913, ο πρίγκιπας Νικόλαος σε συνάντησή του με το διάδοχο Αλέξανδρο της Σερβίας στη Θεσσαλονίκη, πρότεινε τη δημιουργία ενιαίου ελληνοσερβικού διπλωματικού μετώπου απέναντι στη Βουλγαρία.
Στις 22 Απριλίου 1913 ο Κορομηλάς και ο Σέρβος πρεσβευτής στην Αθήνα Μπόσκοβιτς υπέγραψαν πρωτόκολλο αμυντικής συμμαχίας, σύμφωνα με το οποίο, τα δύο μέρη υπόσχονταν αμοιβαία βοήθεια για την προστασία των κατεχομένων από τα στρατεύματά τους εδαφών και εντόπιζαν τη δυτική όχθη του Αξιού ως κοινή ακραία συνοριακή γραμμή. Σε περίπτωση που η Βουλγαρία δεν αποδεχόταν τις προτάσεις τους, οι δύο σύμμαχοι θα κατέφευγαν σε κοινή στρατιωτική δράση. 

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α'
O βασιλιάς Γεώργιος Α' της Ελλάδος βρισκόταν ήδη στη Θεσσαλονίκη από τις 29 Οκτωβρίου, συνεπαρμένος από τις εθνικές επιτυχίες και με σκοπό να εμψυχώσει το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών. Στις 5 Μαρτίου 1913, έκανε το συνηθισμένο του περίπατο μέχρι το Λευκό Πύργο, συνοδευόμενος μόνον από έναν υπασπιστή, όταν δέχτηκε επίθεση από έναν ψυχοπαθή, τον Αλέξανδρο Σχινά. Μία μόνο σφαίρα ρίχτηκε από το περίστροφο του φονιά και ήταν αρκετή να θέσει τέλος στη ζωή του βασιλιά. Σίγουρα το χέρι του δολοφόνου το όπλισαν γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ή βουλγαρικές με σκοπό να ταραχτεί η πολιτική ζωή της χώρας, όπως και έγινε μετά την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου, δεδομένου ότι ο Γεώργιος υπήρξε ένας σοφός ηγέτης, διαλλακτικός και πολύ αγαπητός στο λαό του. Η ταριχευμένη σωρός αφού εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα μεταφέρθηκε στη βασιλική κατοικία, στο Τατόι.

Ο Γεώργιος είχε γεννηθεί στην Κοπεγχάγη στις 24 Δεκεμβρίου 1845 και ήταν δευτερότοκος γιος του πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ' Γκλύξμπουργκ. Βασιλιάς των Ελλήνων εκλέχτηκε μετά από ψήφισμα της Β' Εθνοσυνέλευσης στις 18 Μαρτίου του 1863, λίγο μετά την εκθρόνιση του Όθωνα και παντρεύτηκε το 1867 τη δούκισσα της Ρωσίας Όλγα Κωνσταντίνοβα. Φυσικά η έγκριση για την εκλογή του δόθηκε από τις λεγόμενες προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται «Βασιλεύς των Ελλήνων», κατόπιν προτροπής του ιδίου, και όχι Βασιλεύς της Ελλάδας, όπως ονομαζόταν ο Όθωνας. Παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για την προσηγορία αυτή, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θα ήταν Βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδας, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν, η προσωνυμία έμεινε. Στα ξενόγλωσσα κείμενα ο τίτλος ήταν «Roi des Grecs». Αργότερα όμως, για να ικανοποιηθεί η Πύλη, έγινε «Roi des Hellenes». 
Ορκομωσία του νέου βασιλιά Κωνσταντίνου
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗ ΝΙΓΡΙΤΑ
Η σύσταση της ελληνοσερβικής συμμαχίας ερχόταν να επιβεβαιώσει την ουσιαστική διάσπαση του βαλκανικού συμμαχικού μετώπου. Έλληνες και Σέρβοι εμφανίζονταν αντιμέτωποι με τους Βούλγαρους. Παρ’ όλα αυτά, ο Βενιζέλος δεν ήθελε η Ελλάδα να αναλάβει σε καμία περίπτωση επιθετική πρωτοβουλία εναντίον της Βουλγαρίας. Και ήταν τελικά οι Βούλγαροι (17 Ιουνίου 1913) που προσέβαλαν τις ελληνικές και σερβικές προφυλακές στη Γευγελή και στη Νιγρίτα. Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Τον Ιούνιο του 1913, στη Μακεδονία υπήρχαν 117.861 άνδρες από 8 μεραρχίες που υποστηρίζονταν από 9 ορειβατικές και 33 πεδινές πυροβολαρχίες. Η 7η μεραρχία τοποθετήθηκε ανάμεσα στον κόλπο του Σταυρού και στη Βόλβη, έτσι ώστε το δεξιό της να υποστηρίζεται από το στόλο, η 1η ανάμεσα από τις δύο λίμνες, η 6η από τη λίμνη Λαγκαδά ως την αμαξιτή οδό Σερρών - Θεσσαλονίκης και η 4η από εκεί μέχρι τον Γαλλικό ποταμό. Δυτικότερα συγκροτήθηκε τμήμα στρατιάς από την 3η και την 4η μεραρχία, που συγκεντρώνονταν μεταξύ Γαλλικού και Λίμνης Αματόβου. Ακόμα πιο δυτικά βρισκόταν η 10η μεραρχία. Η 2η μεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού παρέμεναν στη Θεσσαλονίκη στη διάθεση του Γενικού Στρατηγείου. 


Η επίθεση των Βουλγάρων στη Νιγρίτα ανάγκασε τα ελληνικά τμήματα να υποχωρήσουν σε προκαθορισμένες θέσεις αμύνης. Το μεσημέρι, ο Κωνσταντίνος επέδωσε τελεσίγραφο στο Βούλγαρο φρούραρχο της Θεσσαλονίκης να αποχωρήσει την ίδια μέρα από την πόλη με ολόκληρη τη φρουρά αφοπλισμένη. Ο φρούραρχος αγνόησε το τελεσίγραφο και τότε μονάδες της 2ης μεραρχίας, ενισχυμένες από την Κρητική χωροφυλακή, επιτέθηκαν στους βουλγαρικούς στρατώνες. Οι οδομαχίες κράτησαν όλη τη νύκτα και την επομένη το πρωί το βουλγαρικό απόσπασμα είχε αιχμαλωτισθεί. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 18 νεκροί και 17 τραυματίες.

ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ο βασιλιάς από τη Θεσσαλονίκη που βρισκόταν, στις 18 Ιουνίου στις 11 το πρωί, εξέδωσε γενική διαταγή προς όλες τις μεραρχίες και την ταξιαρχία ιππικού με την οποία τονιζόταν ότι ο ελληνικός στρατός θα εγκατέλειπε την αμυντική του στάση και θα ενεργούσε αντεπίθεση. Ακολουθεί διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό (20 Ιουνίου 1913):
«Προς τον λαό μου 
Συμμαχήσαντες μετά των άλλων χριστιανικών κρατών προς απελευθέρωση πασχόντων αδελφών, ευτυχήσαμε να δούμε τον κοινό αγώνα στεφανωμένο από τη νίκη και να καταλύει την τυραννία, τα ελληνικά δε όπλα να θριαμβεύουν κατά ξηρά και κατά θάλασσα. Η ηττηθείσα αυτοκρατορία παρεχώρησε αδιαιρέτως εις τους Συμμάχους το απελευθερωθέν έδαφος. Αλλά ενώ η Ελλάς δικαία, καθώς πάντοτε, συμφώνους έχουσα και τους δύο άλλους των συμμάχων ηθέλησε φιλική τη διανομή του απελευθερωθέντος εδάφους, άπληστος σύμμαχος, η Βουλγαρία αρνηθείσα πάσα συνεννόηση και διαιτησία, επιζήτησε να σφετερισθεί κατά το πλείστον μόνη αυτή τους καρπούς της κοινής νίκης... Ο ελληνικός λαός, εν στενή μετά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου αλληλεγγύη, πεπεισμένος για την ιερότητα του σκοπού αναλαμβάνει τα όπλα εις νέο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Ο στρατός της ξηράς και της θαλάσσης, ο αναδείξας την Ελλάδα μεγαλύτερη, καλείται να συνεχίσει τους τιμημένους αγώνας του και σώσει απελευθερωμένους από την τουρκική τυραννία αδελφούς, από την απειλούμενη νέα και δεινότατη δουλεία...
Ζήτω η μεγαλυνθείσα Ελλάς! Ζήτω το Ελληνικό Έθνος!». 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ'
Το υπουργικό συμβούλιο: Ε. Βενιζέλος, Λ. Κορομηλάς, Κ. Ρεκτιβάν, Εμ. Ρεπούλης, Ι. Τσιριμώκος, Αλ. Διομήδης, Ανδρ. Μιχαλακόπουλος, Ν. Στράτος.

ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ, ΛΑΧΑΝΑ
Η σπουδαιότητα της μάχης Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) είναι πολύ μεγάλη. Επέτρεψε την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης, έπειτα από 6 αιώνες βαρβαρικής κατοχής. Παράλληλα καθιέρωσε την Ελλάδα ως έναν από τους κυριότερους ρυθμιστικούς παράγοντες των βαλκανικών πραγμάτων και αναίρεσε τη βουλγαρική άποψη, που ήταν ιδιαίτερα προβεβλημένη στην Ευρώπη και παρουσίαζε τη Βουλγαρία ως το πιο ισχυρό κράτος της περιοχής και κύριο μέτοχο των επιτυχιών του βαλκανικού συνασπισμού κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Τις παραμονές της μάχης ο ελληνικός στρατός είχε παραταχθεί από την Μποέμιτσα (Αξιούπολη) μέχρι το Στρυμονικό κόλπο, σχηματίζοντας ένα τεράστιο τόξο 90 χλμ. Στο μέσο της παράταξης είχαν τοποθετηθεί η 2η, 4η, 5η και 3η μεραρχία, που θα ενεργούσαν επίθεση στον τομέα του Κιλκίς (αρχαία Κιρκίνη), ενώ πιο ανατολικά η 6η και 1η μεραρχία θα κινούνταν προς τον τομέα του Λαχανά. Η 7η μεραρχία, στο δεξιό άκρο, θα προέλαυνε προς τη Νιγρίτα, ενώ η 10η μεραρχία, στο αριστερό άκρο, θα περνούσε τον Αξιό και θα επιτίθετο στα υψώματα του Καλλινόβου.

Το πρωί της 19ης Ιουνίου άρχισε γενική προέλαση του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τις διαταγές, που είχαν δοθεί την προηγουμένη. Στη διάρκεια της πρώτης αυτής ημέρας της μάχης οι 4 κεντρικές μεραρχίες πολεμώντας πεισματικά κέρδισαν βήμα προς βήμα όλη την περιοχή νότια του Κιλκίς και εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής και του ποταμού Γαλλικού, φτάνοντας σε απόσταση 5 χλμ. από την πόλη. Ειδικότερα, η 2η μεραρχία προχώρησε, όπως είχε διαταχθεί, προς βορρά, μέχρι τη στιγμή που το πρώτο της σύνταγμα δέχθηκε πυρά από βουλγαρικές δυνάμεις, που κατείχαν τα υψώματα γύρω από το χωριό Μάνδρες. Τελικά, με την ενίσχυση και του 7ου συντάγματος επιτέθηκε με τη λόγχη και απώθησε τον εχθρό στις 3:30 το απόγευμα. Παράλληλα, η 4η και η 5η μεραρχία προχώρησαν δεχόμενες τα ισχυρά πυρά του εχθρικού πυροβολικού, που ήταν ταγμένο στα υψώματα βόρεια της Ξυλοκερατιάς. Για πολλή ώρα καθηλώθηκαν στο ύψος της σιδηροδρομικής γραμμής, με αποτέλεσμα να υποστούν βαρύτατες απώλειες, μέχρι να καταληφθούν με τη λόγχη τα πρώτα βουλγαρικά χαρακώματα. Στο μεταξύ, η 3η μεραρχία επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων, που κατείχαν τα υψώματα Άνω Αποστόλων και Γυναικόκαστρου και τους έτρεψε σε φυγή, καταλαμβάνοντας το χωριό Πέρινθος και Ξυλοκερατιά. Τέλος, η 10η μεραρχία διάβηκε τον Αξιό στο ύψος της Αξιούπολης και, μετά από σκληρή μάχη στην αριστερή όχθη, απώθησε τον εχθρό. Το τέλος της πρώτης αυτής ημέρας βρήκε τον εχθρό συρρικνωμένο στα υψώματα γύρω από το Κιλκίς.
Το γεγονός ότι οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου του μετώπου ήρθαν τόσο σύντομα σε επαφή με τα εχθρικά στρατεύματα δηλώνει την πρόθεση των Βουλγάρων για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, πρόθεση που επιβεβαιώθηκε και από πληροφορία Βούλγαρου αιχμαλώτου. Η μάχη συνεχίστηκε σφοδρή και την επομένη, 20 Ιουνίου 1913. Συγκεκριμένα, η 2η μεραρχία προχώρησε και έφτασε σε θέση εξόρμησης προς την πόλη του Κιλκίς, στα υψώματα νότια της Ποταμιάς, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Η 4η μεραρχία, που ήταν πιο προωθημένη από τις άλλες, ξεκίνησε στις 9:30 το πρωί και μέχρι το μεσημέρι είχε καταλάβει τα υψώματα ανατολικά του Σαρηγκιόλ (Κρήστωνα), αλλά κατά τις 5:00 το απόγευμα ακινητοποιήθηκε μπροστά από το Κιλκίς σε απόσταση 1.000 μέτρων από τα πρώτα εχθρικά χαρακώματα. Πιο ανατολικά, η 5η μεραρχία προήλασε προς το σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρηγκιόλ, όπου όμως κατά τις 3:00 το απόγευμα καθηλώθηκε από τα εχθρικά πυρά, παρά την κάλυψη του ελληνικού πυροβολικού. Τέλος, έφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα βουλγαρικά τμήματα στα υψώματα Αρμουτζή, όπου και διανυκτέρευσε.

Όπως αποδείχθηκε και αργότερα, οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει την κύρια αμυντική τους γραμμή μπροστά από το Κιλκίς μ’ ένα πραγματικό δάσος ορυγμάτων, ενισχυμένων από πολυβολεία, που στο κεντρικό τμήμα έφταναν σε βάθος μέχρι και 6 χλμ. Έτσι, για να επιτευχθεί η κατάληψη της γραμμής αυτής με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, αποφασίστηκε να εκτελέσει η 2η μεραρχία πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, το 1ο και 7ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας πέρασαν το Γαλλικό ποταμό και στις 3:30 πλησίαζαν τα εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τους Βουλγάρους, που νόμισαν ότι πρόκειται για γενική νυχτερινή επίθεση. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών του πυροβολικού για μία ώρα περίπου. Στο μεταξύ, στις 4:10 περίπου τα δύο συντάγματα κατέλαβαν την πρώτη εχθρική γραμμή, στις 5:00 τη δεύτερη και έπειτα από σκληρή, σώμα με σώμα, μάχη κατέλαβαν, στις 10:00 το πρωί την τρίτη και πιο ισχυρή θέση.
Με την ανατολή της τρίτης και τελευταίας μέρας της μάχης, επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η και 3η) εναντίον των απέναντί τους εχθρών. Με αυτοθυσία και μεγάλες απώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τα εχθρικά χαρακώματα και φτάνοντας στις 11:00 στις παρυφές του Κιλκίς. Την ίδια ώρα περίπου οι Βούλγαροι υποχώρησαν σε όλο το μήκος του μετώπου και, μετά από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο ελληνικός στρατός εκτέλεσε καταδίωξη. Παράλληλα, η 10η μεραρχία στο αριστερό άκρο της παράταξης διέθεσε όλες τις δυνάμεις της για την κατάληψη του Καλλινόβου, στόχος που επιτεύχθηκε τις πρώτες απογευματινές ώρες. Οι συνολικές απώλειες των 4 μεραρχιών στην τριήμερη μάχη ανήλθαν σε 5.662 νεκρούς και τραυματίες. 

Στο ανατολικό θέατρο των επιχειρήσεων στην περιοχή Λαχανά, οι μάχες διεξήχθησαν σώμα με σώμα. Το βράδυ της 19ης Ιουνίου, η 6η μεραρχία έφθασε στο ύψωμα Γερμανικό και η 1η μεραρχία στο χωριό Όσσα. Το επόμενο πρωί άρχισε γενική επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Οι απώλειες από τα πυρά των Βουλγάρων ήταν μεγάλες και οι Έλληνες στρατιώτες καθηλώθηκαν στις θέσεις τους. Στις 21 Ιουνίου όμως όταν αναγγέλθηκε η νίκη στο Κιλκίς, οι Βούλγαροι υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 16 πυροβόλα. Οι Έλληνες τους καταδίωξαν με τη λόγχη και συνέλαβαν 500 αιχμαλώτους. Οι συνολικές απώλειες των δύο μεραρχιών στη μάχη του Λαχανά ανήλθαν σε 2.701 νεκρούς και τραυματίες.
Στην πόλη του Κιλκίς (Κουκούς στα βουλγαρικά) έμεναν μόνο Βούλγαροι και ο ελληνικός στρατός κατηγορείται ότι, αφού έδιωξε όλους τους κατοίκους, την έκαψε ολοσχερώς. Επίσης, οι Βούλγαροι κατηγορούν τους Έλληνες στρατιώτες για βιαιότητες και εγκλήματα σε βουλγαρικά χωριά. Στο μεταξύ η 7η μεραρχία, στο δεξιό άκρο του μετώπου, καταλάμβανε τη Νιγρίτα (20-6-1913) που είχε πυρποληθεί από τους κομιτατζήδες. Όσοι από τους αμάχους είχαν μείνει στην πόλη είχαν κατακρεουργηθεί.

ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΟΪΡΑΝΗΣ
Η βουλγαρική στρατιά υποχωρώντας από το Κιλκίς κατέφυγε στην περιοχή Δοϊράνης - Γευγελής και οργάνωσε αμυντική τοποθεσία στα υψώματα νότια από τη Δοϊράνη πάνω από το χωριό Βλαντάγια. Το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, μετά τη διπλή νίκη της 21ης Ιουνίου, έθεσε σαν άμεσο σκοπό την όσο το δυνατό ταχύτερη εκκαθάριση όλης της περιοχής δυτικά του Στρυμόνα και νότια του Μπέλες από τις εχθρικές δυνάμεις και την απώθησή τους προς τα ΒΑ, ώστε να επιτευχθεί επαφή με τους Σέρβους.
Στο αριστερό του ελληνικού στρατού βάδιζαν η 6η και η 10η μεραρχία με κατεύθυνση τη Δοϊράνη. Το πρωί της 22ας Ιουνίου οι εμπροσθοφυλακές τους έφθασαν αντίστοιχα στη Χέρσοβα και το Γενήκιοϊ (Ελευθεροχώρι) και δέχτηκαν εχθρικά πυρά από τα υψώματα της λίμνης. Το 4ο σύνταγμα ευζώνων της 10ης μεραρχίας επιτέθηκε το μεσημέρι και απώθησε τις εχθρικές προφυλακές από το χωριό Βλαντάγια, ενώ η υπόλοιπη μεραρχία καλύφτηκε κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Καλινδρίας.

Το πρωί της 23ης Ιουνίου, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε συντονισμένη επίθεση με όλες του τις δυνάμεις. Οι εύζωνοι κατέλαβαν με τη λόγχη το σιδηροδρομικό σταθμό της Δοϊράνης. Οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν την υπερφαλάγγιση στο αριστερό τους και εγκατέλειψαν τις θέσεις πάνω στα υψώματα, υποχωρώντας προς τα βόρεια, αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη και 30 προκρίτους της πόλης. Η μάχη της Δοϊράνης κόστισε στις δύο μεραρχίες περίπου 1.000 νεκρούς και τραυματίες.

ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Μετά τη συντριβή των εχθρικών δυνάμεων, στόχος του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εκκαθάριση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα και Μπέλες, ενώ η 7η μεραρχία θα παρέμενε ως εφεδρεία στη δυτική όχθη του ποταμού. Στο μεταξύ, ο ελληνικός στόλος εκτελούσε παραπειστική ναυτική επίδειξη μπροστά από την Καβάλα, ολόκληρη την 24η Ιουνίου 1913, με αδειανά μεταγωγικά πλοία. Αυτή η κίνηση δημιούργησε την εντύπωση στους Βούλγαρους ότι οι ελληνικές μεραρχίες της Ηπείρου είχαν έρθει ως ενισχύσεις κι αποβιβάζονταν ανατολικά της Καβάλας, στην Κεραμωτή, απέναντι από τη Θάσο. Έτσι στις 25 Ιουνίου, εκκένωσαν την Καβάλα, για να την καταλάβει αναίμακτα ο στόλος μας με τα αντιτορπιλικά «Δόξα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ». 

Είσοδος τμήματος της 7ης Μεραραρχίας στην Καβάλα, από τους Αμπελοκήπους
Στο μεταξύ το δεξιό του ελληνικού στρατού συνέχιζε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Επικεφαλής ήταν ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκης από τα Σφακιά. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου, η 1η μεραρχία έφτασε στο Τουρτσελή (Θρακικό) και η 6η στον Τζουμά Μαχαλά (Λιβάδια). Υπήρχαν πληροφορίες για σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις στα υψώματα της Βετρίνας και στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από το Σιδηρόκαστρο (Δεμίρ Χισάρ). Μετά από σκληρές μάχες τριών ημερών το 1ο σύνταγμα ευζώνων κατέλαβε το Νέο Πετρίτσι. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού έσπευσαν με ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κουρασμένων ευζώνων, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο μετέπειτα στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης.
Τα υψώματα πάνω από το χωριό, ήταν καλά οχυρωμένα από τους Βουλγάρους, όπου είχαν τοποθετήσει 4 πυροβόλα, που δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις των ελληνικών τμημάτων, γύρω από το χωριό. Χρειάστηκε λοιπόν μια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την εκδίωξη του εχθρού. Το πρωί της 27ης Ιουνίου 1913, ο λόχος ευζώνων, με επικεφαλής τον λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, έκανε γενική επίθεση. Ο γενναίος λοχαγός, με το περίστροφο στο χέρι και οδηγώντας τους άνδρες του στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από βουλγαρικό βόλι. Οι εύζωνοι όμως προχώρησαν ακάθεκτοι και με τη χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας τους εναπομείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον Στρυμόνα.
Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι, μέχρι τη γέφυρα του Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να περάσουν τα στενά του Ρούπελ, ενώ η 6η μεραρχία καταλάμβανε το Δεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο). Εκεί βρέθηκαν τα πτώματα του μητροπολίτη και 100 προκρίτων, που τους είχαν σφάξει οι Βούλγαροι. Ο επικεφαλής της ύλης του ιππικού, ανθυπολοχαγός Ιωαννίδης, που ελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο, ύψωσε τη γαλανόλευκη στο βυζαντινό κάστρο της πόλης. Οι συνολικές απώλειες από τη μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σε 39 νεκρούς και 209 τραυματίες. 
Στις 28 Ιουνίου 1913, η 7η μεραρχία υπό τις διαταγές του αντιστράτηγου Ναπολέοντα Σωτήλη, πέρασε τις γέφυρες Στρυμονικού και Κουμαριάς και απελευθέρωσε τις Σέρρες. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και κυρίως τη μεγάλη ελληνική συνοικία και την ελληνική αγορά.
Στις 30 Ιουνίου 1913, το 21ο σύνταγμα υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έλαβε διαταγή να κατευθυνθεί προς τη Δράμα και το ίδιο βράδυ έφθασε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστης. Την επομένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε την πορεία του και αφού έδωσε σκληρή μάχη με τους κομιτατζήδες κοντά στην Αλιστράτη, έφθασε στη Δράμα και την απελευθέρωσε μετά από 500 χρόνια κατοχής.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου, στα ΝΑ της Δράμας, οι Βούλγαροι κατά την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν μεγάλης έκτασης βανδαλισμούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000 κατοίκους της, μεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά. Στις 9 Ιουλίου, η 7η μεραρχία αφού συγκρούστηκε με βουλγαρικά τμήματα κοντά στο Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε στο Παρανέστι. Στις 11 Ιουλίου, κατέλαβε τη Χρυσούπολη και στις 12 Ιουλίου 1913 τη Ξάνθη. Ταυτόχρονα, ο ελληνικός στόλος καταλάμβανε το Πόρτο Λάγος, τη Μαρώνεια και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
 

Ο Βενιζέλος επιθεωρεί τη Μεραρχία Σερρών
 Οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου και του αριστερού κινήθηκαν στις 24 Ιουνίου 1913 προς τα ΒΑ με κατεύθυνση την κοιλάδα της Στρωμνίτσας που τη χώριζε από την περιοχή της Δοϊράνης το βουνό Μπέλες. Έτσι, η 2η μεραρχία ξεκίνησε από το Σνέφτσε (Κεντρικό) και έφθασε το βράδυ στις νότιες προσβάσεις του Μπέλες (Κερκίνη) μαζί με την 4η μεραρχία, ενώ η 3η και 5η μεραρχία βάδισαν παράλληλα με άξονα τον αμαξιτό δρόμο Δοϊράνης-Στρωμνίτσας.

Μετά από σκληρές μάχες στις πλαγιές του όρους, τη νύχτα της 25ης προς 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν από όλες τις θέσεις τους πάνω στο Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τις μεραρχίες του κέντρου να κατέβουν από το βουνό και να καταλάβουν την κοιλάδα της Στρωμνίτσας. Αμέσως η 4η μεραρχία καταδίωξε τους αντίπαλους που υποχωρούσαν και αποκόμισε 6 εχθρικά πυροβόλα, ενώ το 23ο σύνταγμα της 5ης μεραρχίας μαζί με την Ημιλαρχία ιππικού της 3ης μεραρχίας μπήκαν στις 11 το πρωί στην πόλη της Στρωμνίτσας, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Τέλος, το βράδυ της 26ης Ιουνίου, η 10η μεραρχία έφθασε στο Πόπτσεβο και η ταξιαρχία ιππικού στο Χατζή-Μπεϊλίκ.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελ. Βενιζέλος στο Χατζή-Μπεϊλίκ
Μετά την κατάληψη της Στρωμνίτσας στα δυτικά και του Σιδηροκάστρου στα ανατολικά, η 7η μεραρχία που κινείτο ανατολικά θα προχωρούσε προς το Νευροκόπι, οι μεραρχίες του κέντρου θα ακολουθούσαν την κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού προς τις πηγές του, ενώ οι μεραρχίες του αριστερού (3η, 10η) θα βάδιζαν προς το Πέτσεβο και από εκεί προς τη Τζουμαγιά.
Στις 28 Ιουνίου 1913 η 6η μεραρχία κατέλαβε το Ρούπελ και η ταξιαρχία ιππικού το Πετρίτσι. Ο ελληνικός στρατός καταλάμβανε το ένα χωριό μετά το άλλο, καταδιώκοντας κατά πόδας και με την ιαχή «ΑΕΡΑ», την πάλαι ποτέ πανίσχυρη στρατιωτική βουλγαρική μηχανή.
Ακολούθησαν αιματηρές μάχες στα στενά της Κρέσνας, στο Σιμιτλή και στη Τζουμαγιά, που συνεχίστηκαν μέχρι τις 18 Ιουλίου 1913. Οι εξουθενωμένοι Βούλγαροι που διαρκώς υποχωρούσαν μέσα στο έδαφός τους ζήτησαν ανακωχή. Ήδη σε όλα τα μέτωπα είχαν μόνον ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, όπως και οι Τούρκοι που κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι δια περιπάτου έφταναν μέχρι και τη Σόφια. 
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ
Η συντριβή του μέχρι τότε πανίσχυρου βουλγαρικού στρατού από τα πλήγματα των ελληνικών και σερβικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την πολεμική ανάμειξη της Ρουμανίας και της Τουρκίας, ήταν επόμενο να προκαλέσει τη διπλωματική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Ρώσοι πρότειναν την άμεση κατάπαυση του πυρός, κάτι που έβρισκε αντίθετο τον βασιλιά, που επιδίωκε την ταπείνωση της Βουλγαρίας, ειδικά μετά από τις ωμότητες που διέπραξαν οι κομιτατζήδες στα ελληνικά χωριά. Στις 17 Ιουλίου 1913 άρχισαν οι εργασίες της συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου, με τη Βουλγαρία να έχει την κάλυψη της Ρωσίας και της Αυστρίας, στην απαίτησή της για έξοδο προς το Αιγαίο μέσω του λιμένος της Καβάλας. Τελικά, χάρις στη στήριξη της Γαλλίας και του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β', η Καβάλα παραχωρήθηκε στην Ελλάδα.

Στις 28 Ιουλίου 1913, υπογράφηκε οριστικά στο Βουκουρέστι η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Βουλγαρία από τη μία πλευρά και τη Ρουμανία, την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία από την άλλη. Το άρθρο 4 προέβλεπε τη χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες... στις εκβολές του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο πέλαγος». Η Σερβία έπαιρνε τη Βόρεια Μακεδονία ως τη Ραντόβιτσα και τη Στρώμνιτσα, με το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Αξιού (Βαρδάρη). Η Ελλάδα έπαιρνε τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, το λιμάνι της Καβάλας, με ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα, τη νότια Ήπειρο με τα Ιωάννινα, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα, που έμεναν στους Ιταλούς, το Καστελλόριζο, την Ίμβρο και την Τένεδο που έμεναν υπό τουρκική κατοχή). Στη Βουλγαρία δινόταν έξοδος στο Αιγαίο ανάμεσα στο Πόρτο - Λάγος και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η Ρουμανία πήρε τη Νότιο Δοβρουτσά και η Τουρκία κράτησε την Ανατολική Θράκη με την Αδριανούπολη. Ολόκληρη η βόρεια Ήπειρος με τη νησίδα Σάσσωνα παραχωρείτο στην Αλβανία, που στην ουσία γινόταν ένα προτεκτοράτο των Μεγάλων Δυνάμεων και ειδικά της Αυστρίας και της Ιταλίας.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο των διπλωματικών διεργασιών στη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου είναι και τούτο: Ο Βενιζέλος κατάφερε να προσεταιριστεί τους Ρουμάνους και να κερδίσει την υποστήριξή τους γύρω από τις ελληνικές διεκδικήσεις, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε τις παλιές ρουμανικές αξιώσεις να παραχωρηθεί σχολική και εκκλησιαστική αυτονομία στους Κουτσόβλαχους που ήταν εγκατεστημένοι στη Δ. Μακεδονία και την Ήπειρο. Πάντως, από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Ελλάδα βγήκε σχεδόν διπλάσια. Η εδαφική της έκταση, από τα 63.211 τετρ. χλμ., έφθασε με τη συνθήκη στα 120.308 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμό της, από 2.631.912 έφτασε τους 4.718.221 κατοίκους. Η Ελλάδα απαλλασσόταν από την εδαφική καχεξία, που είχε αναγκαστικά συνυφανθεί στη διάρκεια του 19ου αιώνα με την οικονομική στενότητα, τη στρατιωτική ανεπάρκεια και τη διπλωματική αδυναμία.
Επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στο Φάληρο μετά τη λήξη του πολέμου
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Ο Α' Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη.

Αλλαγές στα σύνορα της Βουλγαρίας στους Βαλκανικούς πολέμους
Το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων Μουσουλμάνων.
Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β' Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλμ της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα.
Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις βιαιότητες.
Χάρτης κατανομής προσφύγων στη Μακεδονία μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, 1923
Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα, το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό κι αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό, αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες Μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων.
Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά, αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα, όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωμένοι με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι νέες Ελληνίδες, ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας, δεν φορούν πια τα παραδοσιακά ρούχα και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της γαλλικής μόδας. Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί» μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη ήταν η πιο ευρωπαϊκή πόλη της Ελλάδας, με μεγάλο εργατικό δυναμικό, σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη οργάνωσης. Η Federatión, που σαν βάση της είχε το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα, που υπήρξε πρόγονος του ΚΚΕ.
Χάρτης νοτίων Βαλκανίων μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Υπάρχει και η εκδοχή ότι το πρωτόκολλο υπογράφηκε περίπου την πρώτη πρωινή ώρα της 27 Οκτωβρίου, αλλά ο Μεταξάς έπεισε τον φιλέλληνα στρατηγό Ταξίν Πασά να σημειώσουν ως ημερομηνία την 26 Οκτωβρίου, για να συμπέσει με τον εορτασμό του πολιούχου άγιου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, πράγμα που δέχτηκε.
[2] Χρησιμοποιήθηκαν χωρίς να φέρουν τορπίλες
[3] «Στρατιωτική Ιστορία νεώτερης Ελλάδος», έκδοση ΓΕΣ 1980

Πηγές:
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι (περιοδικό Ιστορία)
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού/ΓΕΣ
Ελληνική Βικιπαίδεια
http://history-pages.blogspot.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)