Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α' Γυμνασίου) - Ενότητα 2: Λαογραφικά

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
 
Εκπρόσωποι - Λογοτέχνες:
Λαϊκό Παραμύθι, Το πιο γλυκό ψωμί
Αντώνης Μόλλας, Η πείνα του Καραγκιόζη
Δημοτικό Τραγούδι, Ύπνε μου κι έπαρέ μου το
Μαρία Ιορδανίδου, Τα φαντάσματα
Κοσμάς Πολίτης, Τα τσερκένια
 
 

ΛΑOΓΡΑΦΙΚΑ

img2_1
Γιώργος Σικελιώτης, Λατέρνα ζωγραφισμένη


ΣΤΗΝ ΕΝOΤΗΤA ΠOY AKOΛOYΘEI συγκεντρώνονται κείμενα τα οποία επιχειρούν να καταγράψουν τις ποικίλες όψεις του λαϊκού πολιτισμού, τόσο μέσα από απανθίσματα αυθεντικού και γνήσιου λαϊκού λόγου (λαϊκό θέατρο/θέατρο σκιών, δημοτικά τραγούδια) όσο και μέσα από έργα γνωστών συγγραφέων που αποτυπώνουν τη λαϊκή νοοτροπία και συμπεριφορά. Στα κείμενα αυτά μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικούς λαϊκούς τύπους, ποικίλα λαϊκά έθιμα, λαϊκές παραδόσεις, παγιωμένες λαϊκές αντιλήψεις και προλήψεις κ.ά. Είναι γνωστό ότι ένα μέρος της λαϊκής παράδοσης χάνεται και ένα άλλο κατορθώνει να επιβιώνει μέσα στο χρόνο. Με αυτό το δεδομένο, στα κείμενα που ακολουθούν καθρεφτίζονται όψεις της λαϊκής ζωής που σιγά σιγά σβήνουν ή έχουν ήδη χαθεί, αλλά και ισχυρές συνήθειες του λαού και αντιλήψεις που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και σήμερα.
Λαογραφικά [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]
  


Λαϊκό παραμύθι
deco_leftΤο πιο γλυκό ψωμί deco_right

Το παραμύθι που ακολουθεί είναι κεφαλονίτικη παραλλαγή μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών, τα οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που, όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
«Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!
Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια Δ. Λουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος

Λαϊκά παραμύθια [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]


*έρεβε (ρέβω) : αδυνάτιζε *λιμπιζόταν: λαχταρούσε *ποδέθηκε: φόρεσε τα παπούτσια του *λιοπύρι: καύσωνας *ολάκερη: ολόκληρη *περσότερ': περισσότερα *δάρτης: ξύλο με το οποίο χτυπούν το στάρι *ανεμίσανε [το στάρι]: διαδικασία με την οποία καθαρίζεται το στάρι από τα άχρηστα μέρη *πάλε: πάλι
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

Ερωτήσεις
1 Απαντώντας στις παρακάτω ερωτήσεις, θα έχετε αποδώσει περιληπτικά το περιεχόμενο του παραμυθιού:
α. Ποιο πρόβλημα έχει ο ήρωας;
β. Ποιες λύσεις δοκιμάζει αρχικά;
γ. Ποιος έρχεται ως βοηθός του και τι τον συμβουλεύει;
δ. Ακολουθεί τη συμβουλή-δοκιμασία και πώς;
ε. Ποιο αποτέλεσμα είχε η δοκιμασία για τον ήρωα ως προς το αρχικό του πρόβλημα;
2 Ένα γνώρισμα της λαϊκής αφήγησης είναι ότι γίνεται μπροστά σε ακροατήριο το οποίο ο λαϊκός αφηγητής φροντίζει να συγκινήσει, να διδάξει και να ψυχαγωγήσει. Βρείτε μέσα στο παραμύθι σημεία που να επαληθεύουν αυτή την παρατήρηση.

3 Περιγράψτε τους δύο ανθρώπινους χαρακτήρες του παραμυθιού, το βασιλιά και το γέροντα. Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές εντοπίζετε;


Διαθεματικές εργασίες

1 Με αφορμή το παραμύθι, ερευνήστε τα στάδια από τα οποία περνάει το ψωμί μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας. Αν ζείτε σε αγροτική περιοχή, επισκεφθείτε χώρους όπου καλλιεργείται, συγκεντρώνεται και αλέθεται το στάρι. Αν μένετε σε πόλη, ρωτήστε σε φούρνους να πληροφορηθείτε πώς ζυμώνεται και ψήνεται το ψωμί. Τέλος, οργανώστε σχολική εκδήλωση αφιερωμένη σε αυτό το βασικό είδος της ελληνικής διατροφής και παρουσιάστε το υλικό που θα έχετε συγκεντρώσει.

2 Ένα από τα πιο συνηθισμένα μοτίβα (θέματα) των λαϊκών παραμυθιών είναι οι δοκιμασίες που περνά ο ήρωας μέχρι την ικανοποίηση ή τη δικαίωσή του. Ανάλογους άθλους επιχειρούν και οι ήρωες της μυθολογίας μας, όπως ο Ηρακλής, ο Ιάσων κ.ά. Βρείτε και παρουσιάστε στην τάξη σας ανάλογους μύθους.
Ελληνική μυθολογία


img2_2
Βάλιας Σεμερτζίδης, Το όργωμα


Αντώνης Μόλλας
deco_leftH πείνα του Καραγκιόζηdeco_right

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αρχή από το έργο του παλαιού και γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Αντώνη Μόλλα Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου, που τυπώθηκε σε φυλλάδιο το 1925. Στο έργο αυτό ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης πείθουν τον Μπαρμπαγιώργο να βάλει χρήματα για να μετατρέψουν ένα παλιό χάνι σε εξοχικό κέντρο. Oι δύο πρώτοι μαζί με το γιο του Καραγκιόζη, τον Κολλητήρη, προσφέρονται να είναι το προσωπικό του μαγαζιού. Η επιχείρηση όμως δε μακροημερεύει, γιατί ο Καραγκιόζης και ο Κολλητήρης ως σερβιτόροι τα κάνουν θάλασσα, και τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να ξυλοκοπηθούν, μαζί με το Χατζηαβάτη, από τον Μπαρμπαγιώργο.

Πράξη πρώτη

(Η σκηνή παριστά δεξιά το σαράι και αριστερά το καραγκιοζόσπιτο. O Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ίστανται εις το μέσον της σκηνής και συζητούν.)

Σκηνή Α'

Καραγκιόζης, Χατζηαβάτης

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Φτώχεια, Χατζατζάρη μου, φτώχεια καταραμένη.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Κι εγώ, Καραγκιόζη μου, έχω δέκα μέρες να σταυρώσω δεκάρα στην τσέπη μου. Εσύ όμως δεν πρέπει να παραπονείσαι και τόσο, γιατί έχεις το θείο σου, τον Μπαρμπαγιώργο, που έχει τόση περιουσία, και, δεν αμφιβάλλω, θα σε μπαλώνει.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Το γρουσούζη, μωρέ, μη μου τον μελετάς, Χατζατζάρη. Μόλις με δει, νομίζει πως βλέπει το χάρο του. Δεν προκάνω να του πω καλημέρα και με βάνει στο κυνήγι. Μου λέει: «Φεύγα γιατί θα μολήσω τα σκυλιά να σε φάνε».

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Τόσο κακός είναι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Αφού προχθές, Χατζατζάρη, είχα πάει στη στάνη, και είχα μια πείνα, και λογάριασε με τέτοια πείνα να πάω τόσο δρόμο, Χατζατζάρη, και στο δρόμο που πήγαινα βρίσκω ένα σύκο σε μια συκιά και καθώς το ’φαγα και πήγε στην κοιλιά μου ακούω έναν εσωτερικόν καβγά, ένα κακό…

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Και πού έγινε αυτός ο καβγάς, Καραγκιόζη μου;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Στην κοιλιακήν μου χώρα. Ήλθον τα άντερά μου εις έριδας συναμεταξύ των, ποιο θα πρωταρπάξει το σύκο.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ— (Γελών) Να σε πάρει η ευχή, Καραγκιόζη μου, φαντάζουμαι με αυτή την πείνα σαν πήγες απάνω τι θα ’φαγες.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Στάσου, Χατζατζάρη, και θ’ ακούσεις τι έπαθα. Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γιωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο, που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Μη μου το λες, Καραγκιόζη μου, γιατί μ’ έπιασε λιγούρα· φαντάζουμαι πώς θα ρίχτηκες στην τσανάκα…
img2_3
Μάνθος Αθηναίος, O Καραγκιόζης

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Μόλις λοιπόν κάθισα κι έκοψα κάτι κομμάτες ψωμί μέσα, γιατί μου 'χε φέρει ένα καρβέλι σπιτίσιο μπροστά μου, και μόλις ετοιμαζόμουνα να πάρω την πρώτη μπουκιά, και είχα βουτήξει με το πιρούνι ένα κομμάτι κρέας πενήντα δράμια και ένα κομμάτι ψωμί, ακούω ένα «γκαπ» στο σβέρκο μου, αφού η μούρη μου πήγε μέσα στην τσανάκα. Ενόμιζα πως έπεσε ένα βαρελάκι που είχαν κρεμάσει στο ταβάνι. Γυρίζω να ιδώ και τι να ιδώ, Χατζατζάρη μου· τον Μπαρμπαγιώργο να ξανασηκώνει την γκλίτσα και να με σημαδεύει. Τι να κάμω αυτή την στιγμήν, Χατζατζάρη; Εσκέφθηκα να κατεβάσω το τροπάριο της ψευτιάς κάτω να τον καταφέρω να με αφήσει τουλάχιστον να φάω και άρχισα τις μαλαγανιές. Αλλά πού; Όσο να γλιτώσει η μια γκλιτσιά, μου 'ρχότανε η άλλη.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Γιατί, Καραγκιόζη μου, σ' έδειρε ο κακούργος κατ' αυτό τον τρόπο;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Τον γκρέμισε ο γάιδαρος στο δρόμο, και μόλις είδε εμένα, ενόμισε πως εγώ έφερα τη γρουσουζιά και τον έριξε ο γάιδαρος. Τι να κάμω, Χατζατζάρη μου; Παρατάω το φαΐ και πηδάω από το παράθυρο να γλιτώσω. Είχα την πείνα, έφαγα και το ξύλο ή που με είδαν τα σκυλιά που έτρεχα και με βάλαν στο κυνήγι και με κάμανε και έφθασα για δέκα λεπτά στη χώρα σαν μοτοσικλέτα.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αμ, Καραγκιόζη μου, δεν του τα 'χεις κάνει και λίγα του θείου σου. Λίγα μασκαραλίκια του 'χεις κάνει του φουκαρά;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Και ξέρεις γιατί πήγα, Χατζατζάρη; Πήγα να του υποδείξω το χάνι εκείνο που είναι κοντά στο μεγάλο δρόμο, που είναι κλειστό, να τον κατάφερνα να βάλει τίποτα παράδες, να το ανοίξουμε, να γλιτώσω κι εγώ ο φουκαράς. Εγώ τα καταφέρνω λιγάκι στη μαγειρική, επίσης κι ο μπάρμπας μου.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αλήθεια, Καραγκιόζη, και το 'χουν παραμελήσει αυτό το μέρος και έχει και τόσο ωραίο νερό το πηγάδι. Κι εκείνα τα ωραία δένδρα κοντεύουν να ξεραθούν απεριποίητα. Θα κάνατε χρυσές δουλειές, που περνούν τόσοι ξένοι αποκεί καθημερινώς. Αυτό δεν είναι χάνι, Καραγκιόζη μου, αυτό μπορεί να γίνει ένα εξοχικόν κέντρον πρώτης τάξεως. Τι λες, Καραγκιόζη, πάμε μαζί να τον καταφέρω εγώ τον Μπαρμπαγιώργο;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Τι λες, Χατζατζάρη; Τι θέλεις, να με γραπώσει και να με παραγουλήσει στο ξύλο;
img2_4Λευτέρης Κελαρινόπουλος,
O Χατζηαβάτης


ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αστειεύεσαι που θα τον αφήσω εγώ να σε δείρει; Ξέρεις, σε μένα έχει κάποιαν υπόληψιν ο Μπαρμπαγιώργος.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Άμα σε δει μαζί μου, θα χάσει πάσαν υπόληψιν και για σένα και φόβος υπάρχει να μην τις φας κι εσύ.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Πάμε μαζί και μη φοβάσαι, Kαραγκιόζη. Eμπρός, καρδιά, Kαραγκιόζη!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Eμπρός, καρδιά, Xατζατζάρη μου, αλλά ποδάρια πίσω.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Kαραγκιόζη, έχεις το λόγο μου, θα προτιμήσω να φάω εγώ ξύλο, όχι εσύ. Άμα σου δώσει μία σφαλιάρα ο Mπαρμπαγιώργος, θα έχεις το δικαίωμα να μου δώσεις εκατό εμένα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Άιντε, Xατζατζάρη, κι αν με δείρει ο Mπαρμπαγιώργος, αν δε σε ταράξω στο ξύλο να μη με πουν Kαραγκιόζη. Aν δε σε κάνω να σε πιάσει παραμιλητό.
(Aναχωρούν)

Σκηνή B’

(H σκηνή εις το καφενείον)
Mπαρμπαγιώργος, Xατζηαβάτης, Kαραγκιόζης

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Πλησιάζων) Eδώ είσαι, Mπαρμπαγιώργο;

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Nαι, ωρέ Xατζαβιάτο, εδωνάς κάθουμ’ όσο ν’ ανοίξουν τα μαγαζά. Θέλω να ψουνίσω πετσώμ’τα για τα τσαρούχια μου. Ωρέ ο Καραγκιόζ’ είν’ κειος που ν’ μαζί σου;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Ναι, Μπαρμπαγιώργο.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Αμ’ τι το θέλ’ς το έρμου μαζί σου; Δεν ντρέπεσαι, συ νοικοκύρης άνθρωπος, να σέρνεις μαζί σου κειον το λωμποδύτ’;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Δεν έχεις δίκιο, Μπαρμπαγιώργο, ο Καραγκιόζης δεν είναι όπως τον λες. Μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι τίμιος.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — (Γελών) Α! ωρέ σκουφιολόι, μωρέ πώς τα φέρν’ς γυροβουλιά. Μωρέ δεν πας κατά καπνού, συ και κειος, που θα μου πεις πως είν’ τίμνιος. Όσο τίμνια είν’ κι η αλ’πού.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Άκουσε, Μπαρμπαγιώργο. Eάν είναι σε αυτήν την κατάστασιν ο Καραγκιόζης, είναι, διότι είναι άτυχος. Επειδή ό,τι εργασίαν και αν επεχείρησε να κάμει είχε αποτυχίαν. Και ξέρεις· όταν σκοντάψει κανείς, του λένε και τύφλα.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Ωρέ, π’δί μ’, δεν είν’ μονάχα κειο, αλλ’ είν’ και γρουσούζ’κο. Άμα θανά’ ρθ’ στην κ’λύβα, θα πάθου κακό.
img2_4Μάνθος Αθηναίος, O Μπαρμπαγιώργος

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αυτά είναι προλήψεις, Μπαρμπαγιώργο. Τον καημένον· είναι ανιψιός σου και οφείλεις να του δώσεις καμιά εργασία να ζήσει. Έχει και το παιδί του να το σπουδάσει, να μη μείνει στραβό σαν κι αυτόν.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Να το σπουδάξ', ωρέ, να μάθ' να κλέβ' ωγροπαϊκά. Αμ' τι λες, ωρέ Χατζαβιάτο; Εγώ λέω να του ρίξω, ωρέ, μια φόλα να πάει σα σκύλος.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Γελών) Α, Μπαρμπαγιώργο, εσύ δεν είσαι τόσο κακός να κάνεις τέτοια πράγματα. Τώρα, ας αφήσουμε τ' αστεία και ας ομιλήσουμε σοβαρά. Εγώ ερχόμουνα να σ' έβρω για να μιλήσουμε για κάποια σοβαρά δουλειά. Στάσου να φωνάξω και τον Καραγκιόζη.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Κράχ' το να 'ρθ' δω, ωρέ Χατζαβιάτο. Ας πάει κατά καπνού το έρμου, π'δί τ'ς αδερφής μ' είν' και το λυπάμ'.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Φωνάζει) Καραγκιόζη! Καραγκιόζη, έλα εδώ.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Όστις από μακρόθεν παρακολουθούσε το Χατζηαβάτη και τον Μπαρμπαγιώργον.) Έρχομαι, Χατζατζάρη. (Ιδία) Το μαλαγάνα, πώς τα κατάφερε και τον τουμπάρησε τον Μπαρμπαγιώργο. Το αποφώλιον της κατεργαριάς άμα αρχίσει το πίτσι, πίτσι, πίτσι, δεν του γλιτώνεις. Είναι σαν τον γκραβαρίτικο ζητιάνο, που ενώ τον διώχνεις και τον βρίζεις, εκείνος σου κολλάει τσιμπούρι. Την πεντάρα θα σ' την πάρει. (Πλησιάζει)

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — (Γελών) Έλα σιμά, ωρέ παλιοζάγαρο.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Ιδία) Το γρουσούζη το Χατζατζάρη, πώς τα κατάφερε! O μπάρμπας μου να με βλέπει και να γελάει· αυτό είναι θαύμα. (Δυνατά) Καλημέρα, μπαρμπούλη μου. (Κύπτει και φιλεί το χέρι του Μπαρμπαγιώργου.) Να φιλήσω το ευλογημένο σου χεράκι, μπαρμπούλη μου. (Ιδία) Που βαράει τες καλές γροθιές.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Τήρα, τήρα το ποντίκ'. Α, ωρέ έρμου, κομπλιμενταρούδια κάν'ς. Έτσ', ουρέ ζ'λάπ', να φέρεσαι στους τρανότερούς σου, να δεις, ωρέ, σε π'ράζ' κ'νείς;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Ιδία) Αμ έτσι λέγε μου, μπαστουνόβλαχε, πως θέλεις μαλαγανιές. (Δυνατά) Εγώ, μπαρμπούλη μου, πάντοτε σε αγαπώ και σε σέβουμαι, αλλά συ άμα με ιδείς με αρχινάς στο ξύλο.
O Καραγκιόζης, τόμ. Α', επιμέλεια Γ. Ιωάννου, Ερμής

Ν. Εγγονόπουλος, «Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]


*παριστά: παριστάνει *ίστανται: στέκονται *θα σε μπαλώνει: θα σε βοηθάει *προκάνω: προλαβαίνω *ήλθον εις έριδας: τσακώθηκαν *γελών: γελώντας *τσανάκα: βαθύ πήλινο πιάτο *μαλαγανιές: παλοπιάσματα *να γλιτώσει: να τελειώσει *να παραγουλήσει στο ξύλο: να με χτυπήσει σαν χταπόδι *πετσώμ'τα (πετσώματα): δέρματα *κειος: εκείνος *σκουφιολόι: αποκαλείται έτσι ο Χατζηαβάτης, επαιδή φοράει πάντοτε σκούφο *ωγροπαϊκά: ευρωπαϊκά *π'δι: παιδί *όστις: ο οποίος *ιδία (καθαρεύουσα): προς τον εαυτό του, χαμηλόφωνα *το αποφώλιον της κατεργαριάς: το φαινόμενο της κατεργαριάς *γκραβαρίτικο: από τα Κράβαρα της Ναυπακτίας *παλιοζάγαρο: παλιόσκυλο *τήρα: κοίτα * π'ράζ' κ'νεις: σε πειράζει κανείς
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

Ερωτήσεις
1 Ποιο είναι το μόνιμο πρόβλημα του Καραγκιόζη και πώς προσπαθεί να το αντιμετωπίσει;

2 Πώς φέρεται στον Καραγκιόζη ο θείος του ο Μπαρμπαγιώργος και γιατί; Προσπαθήστε να περιγράψετε το χαρακτήρα του Μπαρμπαγιώργου.

3 Περιγράψτε το χαρακτήρα του Χατζηαβάτη, έτσι όπως διαγράφεται στο συγκεκριμένο κείμενο.

4 Εντοπίστε σημεία όπου κορυφώνεται το χιούμορ και εξηγήστε πώς επιτυγχάνεται αυτό.


Διαθεματικές εργασίες

1 Όσοι από τους μαθητές έχετε τη δυνατότητα, δείτε μια παράσταση Kαραγκιόζη (ζωντανά ή βιντεοσκοπημένη ή σε CD-ROM) και προσπαθήστε να περιγράψετε τους χαρακτήρες του έργου, παρουσιάζοντας τα βασικότερα γνωρίσματά τους.
Λαϊκή τέχνη: Καραγκιόζης (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]  Καραγκιόζης με τον Ευγένιο Σπαθάρη. Θησαυρός (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

2 Με τη βοήθεια του καθηγητή των Καλλιτεχνικών κατασκευάστε φιγούρες του θεάτρου σκιών για να διακοσμήσετε την τάξη ή το δωμάτιό σας.


Αντωνης Μολλας
Γνωστός καραγκιοζοπαίχτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1871 και πέθανε το 1949. Πρωτόπαιξε Kαραγκιόζη το 1903 στον Πειραιά. Πλούτισε τον κόσμο του Καραγκιόζη με νέους τύπους (το Σαναλέμε, τον Πεπόνια, τον Καικαί, τον Ομορφονιό κ.ά.). Yπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών, θέση που κράτησε για πολλά χρόνια από το 1924 κ.ε.



Δημοτικό τραγούδι
deco_leftΎπνε μου κι έπαρέ μου το deco_right

Στην Κάρπαθο επιβιώνει από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα το έθιμο των «Εφτά». Επτά μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού μαζεύονται οι συγγενείς στο σπίτι του και παίρνουν μέρος στην τελετή. Βάζουν το βρέφος σε μεταξωτή κουβέρτα και κρατώντας τις τέσσερις άκρες της το κουνούν και του τραγουδούν τραγούδια (μαντινάδες) στο σκοπό του νανουρίσματος. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι κι αυτό που ακολουθεί.

Ύπνε μου κι έπαρέ μου το, ύπνε νανούρισέ το
κι αν έχεις μήλα, κόψε του, κουλούρια τάισέ το
κι αν έχεις και ροδόσταμο, να το ροδοσταμνίσεις.
Κι αν μου το πάρεις, ύπνε μου, τρεις χώρες σου χαρίζω
τρεις χώρες και τα τρία χωριά και τρία μοναστήρια.
Την Κάρπαθο με τα νερά, τη Ρόδο με τα πλούτη
και την Κωσταντινούπολη με το πολύ λουάρι.
Κοιμήσου που παράγγειλα κάτω στην Αλεξάνδρα
για να σου φέρουν κόρη μου τσεμπέρι με τα χάντρα.
Νάνι τη την κορούλα μου, την ακριβή μου κόρη
που μου τη λουαριάζουσι γιατροί και δικηγόροι.
Κοιμήσου που να κάθεσαι κι η μοίρα σου να υφαίνει
και το καλό σου ριζικό να κουβαλεί να φέρνει.
Κι αν την επάρεις, ύπνε μου, πάρ’ τη σε περιβόλια
σε κυπαρίσσια σε δεντριά σε μήλα σε κυδώνια.
Ύπνε που παίρεις τα παιδιά, έλα έπαρε και τούτο,
μικρό μικρό μου τώπαρε μεγάλο φέρε μού το.
Κοιμήσου με την Παναγιά και με τον Αϊ-Γιάννη
και τον Αφέντη το Χριστό κι όπου πονεί να γειάνει.
Κοιμήσου που να κοιμηθείς στο μέλι και στο γάλα
και να σε βάλει η μοίρα σου σ’ αρχοντικά μεγάλα.
Γ. Μ. Γεωργίου, Καρπαθιακά, τόμ. Α’
img2_6
Δημήτρης Δάβης, Καρπαθιώτισσα

«Δημοτικά νανουρίσματα» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]   Νανουρίσματα [πηγή: Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ]


έπαρε: πάρε *λουάρι: αμύθητα πλούτη *Αλεξάνδρα: Αλεξάνδρεια *τσεμπέρι: πλουμιστό μαντίλι για το κεφάλι *τα χάντρα (το χάντρο): οι χάντρες, το μάλαμα *λουαριάζουσι: λογαριάζουνε, υπολογίζουν ως μελλοντική νύφη *παίρεις: παίρνεις *τώπαρε: πάρε το
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

Ερωτήσεις
1 Τι ζητά για χάρη του βρέφους από τον ύπνο ο/η τραγουδιστής/-στρια και τι τάζει ο ίδιος να του δώσει ως ανταπόδοση;

2 Πώς προβάλλεται μέσα στο νανούρισμα η αξία της νεογέννητης κόρης;

3 Ποια προϊόντα και τρόφιμα αναφέρονται στο τραγούδι; Σε ποιες παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων αντιστοιχούν;

4 Σε ποια σημεία του τραγουδιού συναντάμε θέματα από την αρχαία μυθολογία (π.χ. για τη μοίρα) και σε ποια από τη χριστιανική θρησκεία; Προσπαθήστε να εξηγήσετε πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο στοιχεία.


Διαθεματικές εργασίες

1 Στο τραγούδι γίνεται λόγος για τέσσερις περιοχές —την Κάρπαθο, τη Ρόδο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια—, καθεμιά από τις οποίες, όπως αναφέρεται στο κείμενο, είναι φημισμένη για κάτι (νερά, πλούτη κ.λπ.). Αφού χωριστείτε σε τέσσερις ομάδες, κάθε ομάδα να αναζητήσει πληροφορίες και άλλου είδους υλικό (π.χ. φωτογραφίες) για να επιβεβαιώσει ή όχι τη φήμη κάθε περιοχής. Τα βιβλία της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Oικιακής Oικονομίας θα σας φανούν χρήσιμα.

2 Βρείτε έθιμα της γέννησης και από άλλες περιοχές της Ελλάδας και παρουσιάστε τα στην τάξη με ανάλογη μουσική επένδυση. Mπορείτε επίσης να βρείτε και τραγούδια-νανουρίσματα σύγχρονων συνθετών (π.χ. το νανούρισμα από το Ματωμένο γάμο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μελοποιημένο από το Μάνο Χατζιδάκι).
Έθιμα της γέννησης στην Κάλυμνο [πηγή: Ιστοσελίδα 1ου ΕΠΑΛ Καλύμνου]


img2_7
Φώτης Kόντογλου, H οικογένεια του ζωγράφου



Μαρία Ιορδανίδου  Bιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
deco_leftTα φαντάσματα deco_right

Το κείμενο αυτό αποτελεί ένα μικρό αυτοτελές επεισόδιο από το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου
Η αυλή μας. Η συγγραφέας με λεπτό χιούμορ παρουσιάζει τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής και ταυτόχρονα την ευρηματικότητα του ανθρώπου στη συνάντηση ή και στη σύγκρουσή του με τα μυστήρια της φύσης, και κυρίως με το υπερφυσικό στοιχείο.

img2_8Όταν σπάσεις, λέει, καθρέφτη, περίμενε εφτά χρόνια γρουσουζιάς. Τι πρέπει να κάνεις για να φέρεις εφτά χρόνια χαράς και ευδαιμονίας; Να σας το πω εγώ. Ν’ ανοίξεις νηπιαγωγείο στην αυλή σου.
Κοντεύει χρόνος που εγκαινιάσαμε το νηπιαγωγείο στην αυλή μας και από κείνη την ημέρα άλλος αέρας, θαρρείς, φύσηξε μέσα στην αυλή μας. Έπαψαν τα κλάματα των παιδιών, η νευρικότητα των μανάδων. Σηκώνουνται τα πουλάκια μου το πρωί και τρέχουν χαρούμενα στο σχολειό τους. Πηγαίνουν ν’ ανταμώσουν την Αννούλα, που τα περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά. Εγώ από τώρα άρχισα να σκέφτουμαι τι πρέπει να κάνω όταν τελειώσουν αυτά τα ευτυχισμένα εφτά χρόνια, για να παρατείνω την ευτυχία μας.
Τώρα θα μου πεις, γιατί εφτά χρόνια; Μα εφτά ήταν τα χρόνια με τις ισχνές και τις παχιές αγελάδες στο όνειρο του Φαραώ. Εφτά ήταν τα χρόνια της πείνας και της αφθονίας που ακολούθησαν. Αυτοί οι σημαδιακοί αριθμοί δεν είναι τυχαίοι. Εγώ τώρα πάω να τα πιστέψω όλα. Άρχισα να πιστεύω και στις υπερφυσικές δυνάμεις και στα στοιχειά και να τα κάνω χάζι.
Θυμάμαι τι πάθαμε μια μέρα με το στοιχειό του νεκροταφείου έξω από το Άργος. Τι ήτανε εκείνο το κακό!
Είχαμε πάει εκδρομή με την «Περιηγητική» στην Πελοπόννησο. O Γιάννης, η Νέλλη και εγώ. Ήταν καλοκαίρι, ζέστη φοβερή. Φτάσαμε αργά στο Άργος, και, κουρασμένοι όλοι όπως ήμασταν, μετά το φαγητό πέσαμε να κοιμηθούμε. Πού να μας πιάσει όμως ύπνος. Η κάμαρα του ξενοδοχείου έβραζε. Ξαναντυθήκαμε και βγήκαμε έξω. Πήραμε τη δημοσιά και χωρίς να το καταλάβουμε βγήκαμε έξω από την πόλη, στον κάμπο. Συνεχίσαμε να περπατάμε στο χωματόδρομο ανάμεσα από τα ποτισμένα μποστάνια που ανάδιναν δροσιά μαζί με όλες τις μυρωδιές της βρεμένης γης και των όσων φύτρωναν εκεί πάνω. Το μόνο που ακούονταν ήταν τα τρι τρι των γρύλων και πού και πού γαβγίσματα σκύλων σαν προσπερνούσαμε κανένα κοιμισμένο χωριουδάκι. Πόση ώρα περπατούσαμε δεν ξέρω, μα κάποια στιγμή σταμάτησαν και οι γρύλοι, σταμάτησαν και τα σκυλιά, ακόμα και το ελάχιστο θρόισμα που έκανε το μικρό αεράκι ανάμεσα στις καλαμποκιές κι αυτό σταμάτησε. Το φεγγάρι έφεξε πιο δυνατά, και παρουσιάστηκε μπροστά μας, πνιγμένο μέσα στα κυπαρίσσια, ένα νεκροταφειάκι. Oι άσπροι του τάφοι φέγγανε, τα κυπαρίσσια κατάμαυρα. Και ξαφνικά, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε μια βαριά ανάσα. Εισπνοή… εκπνοή… και πάλι εισπνοή… εκπνοή… βαριά βαριά και σχεδόν σφυριχτά.
img2_9
Σάββας Χαρατσίδης, Δύο γυναικείες μορφές
Δε μίλησα, δε λάλησα, δεν είπα κουβέντα. Κουβέντα δεν είπαν ούτε τα παιδιά. Προχωρήσαμε λίγο ακόμα και μετά κάναμε μεταβολή και πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Μάταια τεντώνω τ' αυτιά μου να ξανακούσω την ανάσα. Τίποτα. Το νεκροταφείο στέκουνταν σιωπηλό. Τι διάολο, μήπως έκανα λάθος; Μα τ' άκουσα καλά. Να ρωτήσω τα παιδιά δεν ήθελα. Ντράπηκα να δείξω πως έδωσα σημασία ή πως φοβήθηκα. Ακούσανε κι αυτά, δεν ακούσανε; Σ' όλο το δρόμο ως το Άργος με τυραννούσε η σκέψη. Πολεμούσα να λογικευτώ και να δώσω μια εξήγηση. Τι μπορούσε να ανασαίνει έτσι; Να ήταν ο φύλακας του νεκροταφείου και θέλησε να μας τρομάξει; Τι φύλακας όμως. Έχουνε αυτά τα μικρά νεκροταφεία φύλακες; Μήπως κανένας οδοιπόρος είχε πέσει να κοιμηθεί εκεί, και αυτό ήτανε το ροχαλητό του; Μα μέρος ήταν πάλι αυτό για ύπνο;
Τα χρόνια πέρασαν και κάποτε αποχτήσαμε το σπιτάκι μας στο Βλυχό της Ύδρας. Αγριότοπος, σπαρμένος με πέτρα κι αγκάθι. Συντροφιά, εκτός από τους λιγοστούς και καλούς γείτονες, έχουμε την ημέρα τους γλάρους, από τη θάλασσα μεριά, και τα φιδάκια, τις σαύρες και τα γεράκια απ’ το βουνό. Τη νύχτα μάς συντροφεύουν τα σκαντζοχοίρια και οι κουκουβάγιες. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τόσο πολλές κουκουβάγιες σ’ ένα μέρος. Αν πεις μάλιστα για τη ρεματιά που καταλήγει στο στοιχειωμένο γεφύρι του Βλυχού, εκεί τις βλέπεις να κάθουνται στα βράχια έξω από τις τρύπες τους ακόμα και μέρα μεσημέρι.
— Καλέ, τι φασαρία έχουνε σήμερα οι κουκουβάγιες, λέω ένα βράδυ στους γείτονές μας όπου είχαμε πάει για βεγγέρα. Γούτσου γούτσου, και κάτι αλλιώτικες φωνούλες και φτερουγίσματα.
— Θα ζευγαρώνουν, είπε η κυρία Μαρίκα. Έτσι κάνουν όταν είναι στην εποχή τους. Και πού να τις ακούσεις ν’ ανασαίνουν. Σαν άνθρωποι κάνουν.
— Πώς κάνουν σαν ανασαίνουν;, πετάχτηκε αμέσως η Νέλλη.
Η κυρία Μαρίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού γέμισε τα πλεμόνια της αέρα, άρχισε σιγά σιγά να τον ξεφυσά.
— Αχχχχ… Χςςςςςςς…, έκανε.
Και οι δυο μείναμε με το στόμα ανοιχτό.
— Κουκουβάγιες… στο νεκροταφείο… στο Άργος, ψέλλισε η Νέλλη και μετά ξέσπασε σε γέλια.
Τότε έμαθα πως κι εκείνη είχε ακούσει τη βαριά ανάσα μέσ’ από το νεκροταφείο τη νύχτα στον κάμπο του Άργους, και πως όλ’ αυτά τα χρόνια δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει. Ντράπηκε, μου είπε, να το κουβεντιάσει, μήπως και ήταν της ιδέας της.
Το μυστήριο λύθηκε, όμως εγώ απογοητεύτηκα.
Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Δ. Αξιώτης, «Η Άννα του Κλήδονα» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]


*ισχνές: αδύνατες *«Περιηγητική»: εκδρομικός σύλλογος *δημοσιά: κεντρικός δημόσιος δρόμος *βεγγέρα: βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι για συζήτηση και διασκέδαση
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

Ερωτήσεις
1 Ποιες προλήψεις ή λαϊκές δοξασίες αναφέρονται στο απόσπασμα; Ποια από αυτές απομυθοποιείται (= χάνει τη βαρύτητα, τη σημασία της) στο τέλος και με ποιον τρόπο;

2 Περιγράψτε σε ένα μικρό κείμενο έναν προληπτικό άνθρωπο που γνωρίζετε προσωπικά ή για τον οποίο σας έχουν μιλήσει άλλοι.

3 «Το μυστήριο λύθηκε, όμως εγώ απογοητεύτηκα»: Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί η αφηγήτρια νιώθει απογοήτευση, ενώ θα έπρεπε να νιώθει χαρά για τη διαλεύκανση του μυστηρίου;


Διαθεματική εργασία

Αναζητήστε σε βιβλία με λαογραφικό περιεχόμενο πληροφορίες για προλήψεις που σχετίζονται με στοιχειά ή υπερφυσικά φαινόμενα, ή ζητήστε από ηλικιωμένους συγγενείς και γνωστούς σας να σας μιλήσουν για το θέμα αυτό.



Κοσμάς Πολίτης  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
deco_leftΤα τσερκένια deco_right

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (1963). Στο έργο αυτό περιγράφονται με νοσταλγική διάθεση η ζωή και οι περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε μια γειτονιά (Στου Χατζηφράγκου) της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ένα από τα παιδιά, γέρος πρόσφυγας πια στην Αθήνα, περιγράφει το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών, που εκείνα τα χρόνια στη Σμύρνη τούς έλεγαν τσερκένια.

Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα —ήτανε αντέτι— και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι —όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά — συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες —να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα— και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια —σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο— ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.
Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Ερμής

*σπάγγοι: ιδιωματική αιτιατική· ο αφηγητής χρησιμοποιεί το τοπικό ιδίωμα· βλ. και παρακάτω «παρέα με αγγέλοι» *αντέτι: έθιμο *σκόλη: σχόλη, αργία *ταρλά (ταρλάς): οικόπεδο *κορωνίζουνε: αιωρούνταν *χανετιά: μπαμπεσιά *οριά: ουρά *τάκλες: τούμπες *γιαρμάς: η κεντρική ξύλινη βέργα του χαρταετού *τεζάρανε (τεζάρω): τεντώνανε *σιτζίμι: χοντρός σπάγγος *διμισκί: χοντρός σπάγγος *τσέρκι: μεταλλικό στεφάνι με το οποίο στερεώνουν τις κυρτές σανίδες του βαρελιού· ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι που το χρησιμοποιούσαν ως παιχνίδι *κόρδα: χορδή *μπλου: μπλε *τσιρίσι: είδος κόλλας *παντιέρα: σημαία *οχταράκι: οχτώ μεταλλίκια *μεταλλίκια: νομίσματα *μια βολά: μια φορά
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

Ερωτήσεις
1 O αφηγητής, που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία, περιγράφει σε κάποιο συνομιλητή του σκηνές από την παιδική του ζωή στη Σμύρνη. Ποια συναισθήματά του αποκαλύπτονται; Μπορείτε να εντοπίσετε στο κείμενο σημεία που να επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις σας;

2 Ποια παιχνίδια έπαιζαν ο αφηγητής και η παρέα του με το πέταγμα των χαρταετών;

3 Το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών διατηρείται και στην εποχή μας. Ποιες διαφορές εντοπίζετε σε σύγκριση με όσα περιγράφει ο αφηγητής;

4 O αφηγητής συνδέει το πέταγμα των «τσερκενιών» με διάφορες θρησκευτικές εικόνες. Βρείτε τα σχετικά χωρία και σχολιάστε τα.

5 «Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό»: Αναλύστε τη φράση αυτή. Τι θέλει να δείξει με τη μεταφορά ο αφηγητής;


Διαθεματικές εργασίες

1 Με τη βοήθεια του καθηγητή των Καλλιτεχνικών προσπαθήστε να κατασκευάσετε ένα χαρταετό, σύμφωνα με τις οδηγίες που υπάρχουν στην τέταρτη παράγραφο.

2 Συγκεντρώστε πληροφορίες για έθιμα της Καθαράς Δευτέρας σε διάφορα μέρη της χώρας και παρουσιάστε τες στην τάξη.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)